ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΣΕ ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 562/2025

 

Συνεδρίασε δημόσια, στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Πρόεδρος, Σωτηρία Ντούνη, Μαρία Βλαχάκη, Άννα Λιγωμένου, Γεωργία Μαραγκού, Αγγελική Μαυρουδή, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Μαρία Αθανασοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου, Αντιπρόεδροι, Γεώργιος Βοΐλης, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Βασιλική Σοφιανού, Δέσποινα Τζούμα, Δημήτριος Τσακανίκας, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Ασημίνα Σακελλαρίου, Αργυρώ Μαυρομμάτη, Κωνσταντίνος Κρέπης, Νεκταρία Δουλιανάκη, Βασιλική Πέππα και Γρηγόριος Βαλληνδράς, Σύμβουλοι. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.

Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου Χρυσούλας Καραμαδούκη.

Για να αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια, με την 794/2021 απόφαση του ΙΙ Τμήματος, ζητήματος της αντίθεσης ή μη των διατάξεων της περ. 24 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αφενός μεν ως προς τα άρθρα 4 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1δ και 4 του Συντάγματος, αφετέρου δε ως προς το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Το ως άνω ζήτημα ανέκυψε κατά την εκδίκαση από το παραπέμψαν Τμήμα της από 17.4.2013 έφεσης (με ΑΒΔ ……../17.4.2013) του Ν……….., κατοίκου …………. (οδός ………….), ο οποίος κατά την παρούσα δικάσιμο εμφανίστηκε στο ακροατήριο,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και κατέθεσε στις 15.9.2021 το από 13.9.2021 υπόμνημα.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος κλητεύθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 178 παρ. 1 του ν. 4700/2020, παραστάθηκε ομοίως διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.

Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-ΕΦΚΑ), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγίου Κωνσταντίνου 8) και εκπροσωπείται νομίμως από τον Διοικητή του, παραστάθηκε, επίσης, διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:

Τον δικαστικό πληρεξούσιο του Ελληνικού Δημοσίου, του Υπουργού Δικαιοσύνης και του e-ΕΦΚΑ, ο οποίος ζήτησε να κριθούν ως συνταγματικές οι επίμαχες διατάξεις, άλλως να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 301 παρ. 2 του ν. 4700/2020.

Τον Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος, κατά τα αναφερόμενα στη συνημμένη έγγραφη πρότασή του, ανέπτυξε προφορικά την από 15.9.2021 γνώμη και υποστήριξε ότι οι υπό κρίση διατάξεις αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1 δ και 4 του Συντάγματος, ειδικώς δε ως προς την αναδρομικότητά τους αντίκεινται και στις διατάξεις του άρθρου 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε, στις 18 Μαΐου 2022, σε τηλεδιάσκεψη με τη χρήση της επίσημης κρατικής πλατφόρμας e:Presence.gov.gr, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020, με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από την Αντιπρόεδρο Άννα Λιγωμένου και τους Συμβούλους Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιο Πουλή (ήδη Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου), Δημήτριο Πέππα, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα και Δέσποινα Τζούμα που είχαν κώλυμα (άρθρο 293 παρ. 3 του ν. 4700/2020).

Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Θεολογίας Γναρδέλλη και

Αφού σκέφθηκε κατά τον νόμο

Αποφάσισε τα εξής:

Αντικείμενο της δίκης

1. Με την από 17.4.2013 έφεση ο ενώπιον του Τμήματος εκκαλών, πρώην καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) και ήδη πολιτικός συνταξιούχος του Δημοσίου (ήδη του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης), ζήτησε την ακύρωση της .........../12.12.2012 πράξης των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων και Συντάξεων Υπαλλήλων ΝΠΔΔ και Ειδικών Κατηγοριών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), με την οποία αναπροσαρμόστηκε μειωτικά, από 1.8.2012, η σύνταξή του, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. Γ υποπαρ. Γ.1 της περ. 24 του ν. 4093/2012 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 169/2007).

2. Επιληφθέν της ως άνω έφεσης το παραπέμψαν Τμήμα, με την 794/2021 απόφαση, ήχθη σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της περ. 24 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 9 του π.δ/τος 169/2007, μειώθηκαν οι συντάξεις των συνταξιούχων, πρώην καθηγητών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, ένεκα μείωσης των αποδοχών του αντίστοιχου εν ενεργεία προσωπικού. Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4093/2012 είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1 δ και 4 του Συντάγματος, καθώς και προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Διαπιστώνοντας, περαιτέρω, ότι το ως άνω ζήτημα, της συμβατότητας, δηλαδή, ή μη των διατάξεων της περίπτωσης 24 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, είναι γενικότερης σημασίας και αφορά ευρύτερη κατηγορία προσώπων, καθώς και ότι πρόκειται για ζήτημα που δεν έχει επιλυθεί με προηγούμενη απόφαση, το Τμήμα απηύθυνε, με την εν λόγω απόφασή του, προδικαστικό ερώτημα, για το ζήτημα αυτό, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 162 παρ. 1 του ν. 4700/2020 «Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο (…) και άλλες διατάξεις» (Α΄ 127/29.6.2020).

3. Στην ως άνω υπόθεση το Τμήμα διαπίστωσε ότι από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: στον εκκαλούντα, πρώην τακτικό καθηγητή της ΕΣΔΥ, ο οποίος αποχώρησε αυτοδίκαια από την υπηρεσία στις 31.12.2010 λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας, κανονίστηκε με τη ..../8.6.2011 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του ΓΛΚ μηνιαία σύνταξη ποσού 2.212,45 ευρώ, πληρωτέα από 1.4.2011, με βάση την από έτη 32-06-01 συνολική συντάξιμη υπηρεσία του. Ακολούθως, με την προσβαλλόμενη …………../12.12.2012 πράξη των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων και Συντάξεων Υπαλλήλων ΝΠΔΔ και Ειδικών Κατηγοριών του ΓΛΚ επανακαθορίστηκε η μηνιαία σύνταξη του εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης 24 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του π.δ/τος 169/2007 και ορίστηκε σε 1.979,64 ευρώ, αναδρομικά από 1.8.2012.

Υπενθύμιση της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του ζητήματος στο οποίο αναφέρεται το παραπεφθέν προδικαστικό ερώτημα

5. Η σύνταξη των δημοσίων εν γένει υπαλλήλων και λειτουργών, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι μόνιμοι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δεν αποτελεί μόνο θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμά τους, αλλά και θεσμική εγγύηση συνυφασμένη με την υπηρεσιακή τους ιδιότητα. Ως εκ τούτου η σύνταξη αποτελεί συνέχιση του μισθού ενεργείας, ως εγγενές στοιχείο του, και πρέπει να συνδέεται με αυτόν (μισθό) με σχέση εύλογης ποσοτικώς αναλογίας. Η εύλογη αυτή αναλογία έχει ως αναφορά τις αποδοχές ενεργείας και κρίνεται με βάση τις τελευταίες, ήτοι το «εύλογο» της αναλογίας είναι συνάρτηση της απόκλισης της σύνταξης από τις αποδοχές ενεργείας (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 244/2017, 1277/2018, 137/2019, 2020, 2070/2020).

6. Δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εύλογη η αναλογία, όταν καταλήγει σε σύνταξη τέτοιου ύψους, ώστε καταδήλως να μην μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια του μισθού ενεργείας και, κατά τούτο, να μην συνάδει προς τον χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων ως θεσμικής εγγύησης. Παύει δε να συνιστά συνέχεια του μισθού μία σύνταξη, το ύψος της οποίας συνεπάγεται για τον δικαιούχο την ανατροπή της προσδοκίας που θα μπορούσε να διατηρεί ότι το βιοτικό του επίπεδο δεν θα μεταβληθεί ουσιωδώς μετά την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία. Το εύλογο πάντως της αναλογίας τελεί σε συνάρτηση με τις αρχές της δημοσιονομικής βιωσιμότητας εν γένει, καθώς και με τις απαιτήσεις βιωσιμότητας ειδικώς του συνταξιοδοτικού συστήματος, σε βάθος δεκαετιών (ΕλΣυν Ολ. 2020/2020, σκέψεις 45, 137, 138, 150).

7. Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει υπέρ των συνταξιούχων σύνταξη ενός συγκεκριμένου ύψους, ούτε, συνακολούθως, απαγορεύει τη διά νόμου μείωση αυτής (σύνταξης) αν τούτο επιβάλλεται από λόγους που δικαιολογούν μία τέτοια επέμβαση στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα (ΕλΣυν Ολ. 287/2008, 4327/2014, 2070/2020), όπως, πρωτίστως, η εμφάνιση οξείας δημοσιονομικής κρίσης, ικανής να θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της χώρας. Εκ του γεγονότος, όμως, ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των δημοσίων εν γένει υπαλλήλων ερείδεται επί του Συντάγματος, καθώς και ένεκα της φύσης αυτού ως περιουσιακού δικαιώματος (άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση της Ρώμης), παρέπεται ότι η οικεία νομοθετική ρύθμιση περί μείωσης κατηγορίας συντάξεων, ακόμη και αν συντρέχουν συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσης έναντι των οποίων δεν υποχωρούν οι αρχές του Κράτους δικαίου, έχει ως όριο την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει δε να τυγχάνει της προσήκουσας τεκμηρίωσης. Ο δικαστικός πάντως έλεγχος της εν λόγω τεκμηρίωσης παραμένει έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των ουσιαστικών εκτιμήσεων του νομοθέτη ως προς την ανάγκη της νομοθέτησης ή ως προς την επιλογή των κατάλληλων μέτρων, οπότε ο έλεγχος περιορίζεται στην αναζήτηση ενδεχόμενης πρόδηλης υπέρβασης του περιθωρίου εκτίμησης που αναγνωρίζεται, με βάση την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, υπέρ του κοινού νομοθέτη. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο έλεγχος που το Δικαστήριο τούτο ασκεί αναφορικά με νομοθετικά μέτρα, διά των οποίων επέρχεται μείωση συντάξεων, καθορίζεται από την ένταση της προσβολής που υφίσταται το θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα στη σύνταξη, αλλά και από τη βαρύτητα του λόγου δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τη λήψη του επίδικου μέτρου. Όσο μεγαλύτερη είναι η μείωση, τόσο απαιτητικότερος γίνεται ο έλεγχος του Δικαστηρίου αναφορικά με την τεκμηρίωση, εκ μέρους του νομοθέτη, τόσο της ανάγκης που οδήγησε στη λήψη του μέτρου, όσο και της επιλογής του μέτρου ως του ενδεδειγμένου, μεταξύ άλλων αναλόγως πρόσφορων, για τη θεραπεία της δημόσιας ανάγκης (ΕλΣυν Ολ. 137/2019, 2020/2020).

8. Συνεπώς, η έρευνα από την Ολομέλεια μήπως ο Νομοθέτης διέθετε άλλες πρόσφορες, αλλά ήττον επαχθείς, επιλογές θα μπορούσε πράγματι να δικαιολογηθεί, αν το πλήγμα που υφίσταται διά του επίδικου μέτρου η κατηγορία των συνταξιούχων, η οποία θίγεται μ’ αυτό, ήταν τόσο σημαντικό, ώστε να υφίσταται διακινδύνευση ότι το θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα αυτών στη σύνταξη ενδέχεται να απωλέσει την αποτελεσματικότητά του, ήτοι να μη δύναται πλέον να τους εξασφαλίσει το επίπεδο ζωής που θεμιτώς ανέμεναν (ΕλΣυν Ολ. 137/2019, σκέψη 31, 2020/2020, σκέψη 88).

Η αναπροσαρμογή των ειδικών μισθολογίων με τον ν. 4093/2012

9. Mε τον ν. 4046/2012, γνωστό και ως «Μνημόνιο ΙΙ» (Α΄ 28), εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 2), ως προϋπόθεση για την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος. Στο εν λόγω Μνημόνιο και στα Παραρτήματά του διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι «(…) 7. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν καθοριστεί στη ΜΔΣ και στον προϋπολογισμό του 2012, περιλαμβάνουν: (…) Μεταρρύθμιση της αποζημίωσης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Μέχρι το τέλος Ιουνίου 2012, θα μεταρρυθμίσουμε τα ειδικά μισθολόγια του δημοσίου (που αφορούν το ένα τρίτο της μισθολογικής δαπάνης του δημόσιου τομέα). Σε συμφωνία με τις αρχές της μεταρρύθμισης που ξεκίνησε το 2011, θα προσαρμόσουμε τις αποδοχές για τα ειδικά μισθολόγια (συμπεριλαμβανομένων των δικαστών, των διπλωματών, των μετακλητών, των ιατρών, των καθηγητών, της αστυνομίας και των ένοπλων δυνάμεων), ενώ θα προστατεύσουμε όσους είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες με στόχο την πραγματοποίηση μόνιμων καθαρών εξοικονομήσεων ύψους περίπου 0,2 τοις εκατό του ΑΕΠ σε ετήσια βάση (…) Πριν την εκταμίευση, η Κυβέρνηση προβαίνει επίσης στις ακόλουθες εκκρεμείς ενέργειες: (…) Μέχρι τον Ιούνιο του 2012 η Κυβέρνηση θα θεσπίσει νομοθετικά μία μείωση κατά μέσο όρο 10% στα αποκαλούμενα «ειδικά μισθολόγια» του δημοσίου τομέα, στα οποία το νέο μισθολόγιο δεν ισχύει. Τούτο θα εφαρμοσθεί από την 1η Σεπτεμβρίου 2012 και εντεύθεν και θα επιφέρει εξοικονομήσεις της τάξεως των 114 εκατομμυρίων Ευρώ τουλάχιστον (με αντίκτυπο μεταφοράς 226 εκατομμυρίων Ευρώ το 2013), καθαρό ποσόν αφού ληφθεί υπόψη η επίπτωση επί των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (…)». Ακολούθως, στις 9 Μαρτίου 2012, ολοκληρώθηκε η διαδικασία για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI) με την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικής ονομαστικής αξίας 198,045 δισεκατομμυρίων ευρώ έναντι νέων ομολόγων, ονομαστικής αξίας 92,072 δισεκατομμυρίων ευρώ, γεγονός που οδήγησε σε άμεση μείωση του δημοσίου χρέους της χώρας κατά 105,973 δισεκατομμύρια ευρώ και σε περιορισμό των μελλοντικών δαπανών για τόκους. Ενόψει της ολοκλήρωσης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και της ανακοίνωσης από την ελληνική κυβέρνηση, τον Φεβρουάριο του 2012, μέτρων με στόχο τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά το 2012, συμπεριλαμβανομένης και της έγκρισης συμπληρωματικού προϋπολογισμού, εκδόθηκε η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της 13.3.2012 (L 113), με την οποία αναθεωρήθηκε η 2011/734/ΕΕ προηγούμενη απόφασή του. Στην εν λόγω απόφαση γίνεται μνεία για την ανάγκη λήψης μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής από την Ελλάδα, με στόχο τη μείωση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, μεταξύ δε των μέτρων αυτών περιλαμβάνεται και «η μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των «ειδικών μισθών» του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο, η οποία θα ισχύει από την 1η Ιουλίου 2012, με συνολική ετήσια εξοικονόμηση της τάξεως των 205 εκατομμυρίων ευρώ».

10. Στο πλαίσιο των ως άνω δεσμεύσεων-στόχων εκδόθηκε ο ν. 4093/2012, με τον οποίο, αφενός μεν εγκρίθηκε το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής ετών 2013-2016, αφετέρου δε, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1 του άρθρου πρώτου του ανωτέρω νόμου, επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια». Σύμφωνα με την οικεία αιτιολογική έκθεση «οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των πολιτικών, κυρίως στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και η περιορισμένη εφαρμογή ή/και χαμηλότερη αποδοτικότητα κάποιων μέτρων, που οδήγησαν σε πολύ χαμηλότερες αποδόσεις του συνολικού πακέτου των μέτρων της προηγούμενης περιόδου σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς, σε συνδυασμό και με την βαθύτερη, από ότι προβλεπόταν, ύφεση, δημιούργησαν μεγάλες αποκλίσεις ακόμη και από τους χαμηλότερους (μετά την επιμήκυνση) στόχους του πρωτογενούς ελλείμματος Γενικής Κυβέρνησης της περιόδου 2013-2016. Προκειμένου να επανέλθει το πρόγραμμα στις αρχικές του προβλέψεις, κρίθηκε απαραίτητο να συνεχισθεί και να ενταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή (…)», διαλαμβάνεται δε ότι «Οι δαπάνες για μισθούς εμφανίζονται μειωμένες κατά 2.490 εκατ. ευρώ το 2016, σε σύγκριση με την σχετική εκτίμηση για το 2012 προ της λήψεως των μέτρων. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 13.112 εκατ. ευρώ ή 6,76% του ΑΕΠ το 2012, σε 11.811 εκατ. ευρώ ή 6,45% του ΑΕΠ το 2013, σε 11.248 εκατ. ευρώ ή 6,16% του ΑΕΠ το 2014, σε 10.942 εκατ. ευρώ ή 5,83% του ΑΕΠ το 2015 και σε 10.630 εκατ. ευρώ ή 5,41% του ΑΕΠ το 2016. Η διαμόρφωση των εξοικονομήσεων στο ύψος των ανωτέρω δαπανών, εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί ως αποτέλεσμα των εξής σχεδιαζομένων παρεμβάσεων: εξορθολογισμός των ειδικών μισθολογίων (…)».

11. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου καταργήθηκαν, από 1.1.2013, ως προς τους λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ και ΟΤΑ, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, ενώ μειώθηκε και το ύψος σειράς καταβαλλόμενων στους ανωτέρω επιδομάτων. Όσον αφορά στον βασικό μισθό των καθηγητών της ΕΣΔΥ αυτός μειώθηκε από 1.466 σε 1.410 ευρώ. Οι επελθούσες κατά τα ως άνω μειώσεις του βασικού μισθού των εν ενεργεία καθηγητών της ΕΣΔΥ οδήγησαν (άρθρο 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα) σε αντίστοιχες μειώσεις των συντάξεων των εξ αυτών συνταξιούχων, με αποτέλεσμα, κατά τα προεκτεθέντα, την αναπροσαρμογή, από 1.8.2012, της σύνταξης του ενώπιον του Τμήματος εκκαλούντος από 2.212,45 (ακαθάριστα) στο ύψος των 1.979,64 ευρώ μηνιαίως.

Καθηγητές ΕΣΔΥ – Μισθολογική εξέλιξη

12. Το νομοθετικό πλαίσιο δυνάμει του οποίου ιδρύθηκε και λειτούργησε η ΕΣΔΥ διακρίνεται σε δύο, κυρίως, περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1929 έως 1994, κατά το οποίο η ως άνω Σχολή ιδρύθηκε με τον ν. 4069/1929 (Α΄ 94) και λειτούργησε ως δημόσια υπηρεσία [βλ. άρθρα 2 του ν. 4333/1929 (Α΄ 292), 1 του β.δ/τος της 3/8.11.1950 (Α΄ 260), 38 του β.δ/τος 682/1960 (Α΄ 157), 36 του β.δ/τος 84/1965 (Α΄ 22), 1 του ν.δ/τος 270/1974 (Α΄ 9) και 36 του π.δ/τος 138/1992 (Α΄ 68), ΣτΕ 1699/1975, 3108/1988, 325/1987], με την ονομασία Υγειονομική Σχολή Αθηνών (ΥΣΑ) και η δεύτερη το διάστημα μεταξύ των ετών 1994 έως 2019, κατά το οποίο, με τη δημοσίευση του ν. 2194/1994 (Α΄ 34), η Σχολή αυτή μετατράπηκε σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και έκτοτε λειτούργησε, μετονομαζόμενη σε ΕΣΔΥ (άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2194/1994), μέχρι την κατάργησή της ως αυτοτελούς νομικού προσώπου και την ένταξη αυτής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής (άρθρο 58 του ν. 4610/2019, Α΄ 70). Ειδικότερα, στο άρθρο 3 του ν. 2194/1994, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίστηκε στην παρ. 2: «Σκοποί της (Ε.Σ.Δ.Υ.) είναι η εκπαίδευση πτυχιούχων Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., η επιστημονική έρευνα και η παροχή επιστημονικών υπηρεσιών σε θέματα δημόσιας υγείας, κοινωνικής φροντίδας, διοίκησης-διαχείρισης υπηρεσιών υγείας, οικονομικών και αγωγής της υγείας και κοινωνικής πολιτικής γενικότερα. (…)», ενώ στην παρ. 3 του εν λόγω άρθρου προβλέφθηκε ότι με προεδρικό διάταγμα θα ορίζονταν, μεταξύ άλλων, τα όργανα διοίκησης της Σχολής, σύμφωνα με όσα ισχύουν για τα ΑΕΙ, οι πόροι της Σχολής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια της οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας της. Στο ίδιο άρθρο, επίσης, ορίστηκε στις παρ. 4-5 : «4. Με το κατά την προηγούμενη παράγραφο ή άλλο προεδρικό διάταγμα: α) Συνιστώνται οι θέσεις του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού της Σχολής και ορίζεται η διάρθρωσή τους κατά βαθμίδα κατ’ αντιστοιχία προς τις βαθμίδες του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία προκήρυξης και πλήρωσής τους. β) (…) Οι θέσεις του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών μεταφέρονται και προστίθενται στον οργανισμό της Ε.Σ.Δ.Υ.. Οι καθηγητές και το λοιπό διδακτικό και επιστημονικό προσωπικό, που υπηρετεί στη Υγειονομική Σχολή Αθηνών, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, κατατάσσεται αυτοδικαίως στις μεταφερόμενες θέσεις. (…) 5. (…) Έως την έκδοση του οργανισμού της η Ε.Σ.Δ.Υ., λειτουργεί βάσει των διατάξεων που ισχύουν κατά την έκδοση του παρόντος νόμου. (…) 6. Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου δεν μεταβάλλουν το ισχύον μισθολογικό, ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό και βαθμολογικό καθεστώς των καθηγητών της Υ.Σ.Α. (…). Ευεργετικότερες διατάξεις που ισχύουν για την Υγειονομική Σχολή Αθηνών εξακολουθούν να εφαρμόζονται και για την Ε.Σ.Δ.Υ.». Ακολούθως, με το π.δ. 95/2000 «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας» (Α΄ 76, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 42 του π.δ/τος 106/2014, Α΄ 173), ορίστηκε στο μεν άρθρο 6 : «(…) Η Υγειονομική Σχολή Αθηνών, που μετατράπηκε με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 2194/1994 (ΦΕΚ34 Α΄) σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και μετονομάσθηκε σε Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (Ε.Σ.Δ.Υ.) μέχρι την έκδοση του Π.Δ/τος, που θα ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία της, εξακολουθεί να λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 1233/1981 (ΦΕΚ 306 Α΄) ως και με κάθε άλλη σχετική ειδική διάταξη» και στο άρθρο 74 : «Οι θέσεις και τα προσόντα του διδακτικού προσωπικού της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (Ε.Σ.Δ.Υ.) καθορίζονται στο Π.Δ. 1233/1981 (ΦΕΚ 306 Α΄).». Στη συνέχεια, με το άρθρο 15 παρ.5 του ν. 2920/2001 (Α΄ 131) προστέθηκε στον προαναφερθέντα ν. 2194/1994 η παρ. 7, στην οποία ορίστηκε: «Μέχρι την έκδοση του οργανισμού της, η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (Ε.Σ.Δ.Υ.) λειτουργεί ως ανεξάρτητο Ν.Π.Δ.Δ. (…) Για το διδακτικό και επιστημονικό προσωπικό, που προσλαμβάνεται μέχρι την έκδοση του παραπάνω οργανισμού, ισχύουν οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 αυτού του άρθρου.». Περαιτέρω, το π.δ. 1233/1981 «Περί οργανώσεως και λειτουργίας της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών και περί προσόντων και διαδικασίας διορισμού του προσωπικού αυτής» (Α' 306), που εφαρμόζεται κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ελλείψει έκδοσης προεδρικού διατάγματος των παρ. 3-4 του άρθρου 3 του ν. 2194/1994, στο άρθρο 3 προβλέπει ότι ο κλάδος ΑΤ11 Διδακτικού Προσωπικού Υγειονομικής Σχολής Αθηνών περιλαμβάνει πενήντα τρεις (53) θέσεις, που διακρίνονται κατά βαθμούς σε δώδεκα (12) θέσεις καθηγητών, είκοσι (20) θέσεις επιμελητών και είκοσι μία (21) θέσεις επιστημονικών συνεργατών, στα άρθρα 5-7 καθορίζει τα προσόντα διορισμού του εκπαιδευτικού προσωπικού, εκ των οποίων οι καθηγητές πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, να έχουν ασχοληθεί ειδικά και αποδεδειγμένα με τον αντίστοιχο κλάδο της έδρας και να έχουν συμβάλει με πρωτότυπες εργασίες ή άλλες επιστημονικές δραστηριότητες στην προαγωγή του κλάδου αυτού, ενώ στο άρθρο 10 προβλέπει τη διαδικασία πλήρωσης των κενών οργανικών θέσεων των καθηγητών, κατόπιν προκήρυξης με διαγωνισμό που διενεργείται από τριμελή επιτροπή, που συγκροτείται από καθηγητές των συγγενέστερων εδρών.

13. Εξάλλου, με τον ν. 2530/1997 «Υπηρεσιακή κατάσταση και αναμόρφωση μισθολογίου του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και του εκπαιδευτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΕΙ – ΤΕΙ) – Μισθολογικές ρυθμίσεις ερευνητών των ερευνητικών ιδρυμάτων και άλλων συναφών κατηγοριών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 218), το μισθολογικό καθεστώς των καθηγητών της ΕΣΔΥ - οι οποίοι, σύμφωνα με την οικεία εισηγητική έκθεση, αντιμετωπίζονται από τον νομοθέτη ως ισότιμοι προς τον βαθμό και τις αποδοχές με αντίστοιχους καθηγητές ΑΕΙ (βλ. συναφώς και άρθρο 2 του β.δ/τος της 29.11.1947, Α΄ 266, με τις διατάξεις του οποίου οι τακτικοί οργανικοί καθηγητές της ΥΣΑ είχαν εξομοιωθεί βαθμολογικά και μισθολογικά με τους τακτικούς καθηγητές των ΑΕΙ, καθώς και ΔΕΦ ΑΘ 2150/2002) - ρυθμίστηκε σε νέα βάση και οι αποδοχές τους αναμορφώθηκαν με την καθιέρωση «ειδικού μισθολογίου». Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 16 καταργήθηκε το προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο και με τις διατάξεις του άρθρου 20 ορίστηκε νέος βασικός μισθός για τον βαθμό του τακτικού καθηγητή, πέρα δε από τον μισθό προβλέφθηκε και η καταβολή επιδομάτων, παροχών και αποζημιώσεων κατά μήνα. Συγκεκριμένα, στο Κεφάλαιο Β΄ με τον τίτλο «Αποδοχές προσωπικού λοιπών επιστημονικών ειδικοτήτων» της Β΄ Ενότητας του ν. 2530/1997, ορίστηκαν στο άρθρο 20 τα εξής: 1. «Ο βασικός μηνιαίος μισθός των τακτικών καθηγητών (…) της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (Ε.Σ.Δ.Υ.) ορίζεται σε τριακόσιες εβδομήντα πέντε χιλιάδες (375.000) δραχμές. 2. Πέρα από το βασικό μισθό της προηγούμενης παραγράφου, παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα. α. Επίδομα χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του παρόντος. β. Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του παρόντος. γ. Επίδομα διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης, εντός των χώρων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ύψους εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών. δ. Πάγια μηνιαία αποζημίωση, για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια, ύψους εκατόν σαράντα χιλιάδων (140.000) δραχμών. ε. Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν.2470/1997. στ. Επίδομα εορτών και άδειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2470/1997. ζ. Ειδικό ερευνητικό επίδομα για την εκτέλεση μεταδιδακτορικής έρευνας και την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων, ύψους εξήντα χιλιάδων (60.000) δραχμών (…)». Εξάλλου, με το άρθρο 15 του ν. 2702/1999 (Α΄ 70) ο βασικός μηνιαίος μισθός του τακτικού καθηγητή της ΕΣΔΥ ανήλθε στο ποσό των τριακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων (388.000) δραχμών. Περαιτέρω δε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2703/1999 «Αναπροσαρμογή συντάξεων συνταξιούχων μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., γιατρών Ε.Σ.Υ. κ.λπ.» (Α΄ 72) προβλέφθηκε ο ανακαθορισμός των συντάξεων των καθηγητών της ΕΣΔΥ που έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία από 1ης Σεπτεμβρίου 1997 μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, με βάση τις μισθολογικές διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2530/1997.

14. Ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α΄ 297), ο οποίος, στο ΜΕΡΟΣ Β΄ΛΟΙΠΑ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄, όρισε στο άρθρο 41 το μισθολόγιο των Καθηγητών της ΕΣΔΥ, το οποίο διαμορφώθηκε ως εξής: «1. Ο βασικός μηνιαίος μισθός των τακτικών καθηγητών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (Ε.Σ.Δ.Υ.) ορίζεται σε χίλια τετρακόσια εξήντα έξι ευρώ (1.466 €). 2. Πέρα από το βασικό μισθό της προηγούμενης παραγράφου, παρέχονται και τα εξής Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα: α. Χρόνου υπηρεσίας, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2.α. του άρθρου 36 του νόμου αυτού. β. Διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης, εντός των χώρων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οριζόμενο σε διακόσια ενενήντα τρία ευρώ (293 €). γ. Πάγια αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια, οριζόμενη σε τετρακόσια έντεκα ευρώ (411 €). δ. Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 11 του παρόντος νόμου. ε. Ειδικό ερευνητικό, για την εκτέλεση μεταδιδακτορικής έρευνας και την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων, οριζόμενο σε διακόσια πενήντα δύο ευρώ (252 €). (…) 4. Εορτών και αδείας, χορηγούμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του νόμου αυτού. 5. (…)». Εξάλλου, με τον ν. 3370/2005 «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών δημόσιας υγείας και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 176) θεσπίστηκαν από 1.7.2006 μισθολογικές ρυθμίσεις για το διδακτικό προσωπικό της ΕΣΔΥ και χορηγήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 29, στους καθηγητές «μηνιαίως επίδομα διδακτικής προετοιμασίας ύψους 587 ευρώ, επίδομα βιβλιοθήκης ύψους 411 ευρώ και ειδικό ερευνητικό επίδομα ύψους 426 ευρώ», ενώ στο λοιπό διδακτικό προσωπικό, που ως τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονταν στο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων (πρβλ. ΔΕΦ Αθ 377-379/2002), χορηγήθηκαν το πρώτον επιδόματα ως εξής: «(…) Στους Επιμελητές και Επιστημονικούς Συνεργάτες της Ε.Σ.Δ.Υ. με διδακτορικό, καθώς και στο λοιπό διδακτικό προσωπικό με διδακτορικό χορηγείται μηνιαίως επίδομα διδακτικής προετοιμασίας ύψους τριακοσίων (300) ευρώ, επίδομα βιβλιοθήκης ύψους εκατόν είκοσι (120) ευρώ και ειδικό ερευνητικό επίδομα ύψους εκατόν ογδόντα (180) ευρώ. Στους Επιμελητές και Επιστημονικούς Συνεργάτες της Ε.Σ.Δ.Υ. χωρίς διδακτορικό χορηγείται μηνιαίως επίδομα διδακτικής προετοιμασίας ύψους εκατόν είκοσι (120) ευρώ, επίδομα βιβλιοθήκης ύψους εκατόν (100) ευρώ και ειδικό ερευνητικό επίδομα ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ».

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

15. Ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας διαχρονικά για ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, όπως είναι οι δικαστικοί λειτουργοί, τα μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ) και Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΠ) των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ), οι γιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) ή οι στρατιωτικοί, την ειδική φύση των καθηκόντων τους και την αποστολή τους, τις αυξημένες υπηρεσιακές υποχρεώσεις τους, τις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας τους, αλλά και τις απαγορεύσεις και περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων που επιβάλλονται σε κάποιες από τις κατηγορίες αυτές (όπως στους δικαστικούς λειτουργούς και τους στρατιωτικούς) βάσει συνταγματικής τάξης διατάξεων, τους εξαίρεσε από την υπαγωγή τους στο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, καθιερώνοντας γι’ αυτούς ειδικά μισθολόγια, μισθολόγια δηλαδή ευνοϊκότερα από το ενιαίο μισθολόγιο και διαφορετικά για κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές λειτουργών και υπαλλήλων. Ο ειδικότερος δε σκοπός θέσπισης κάθε ειδικού μισθολογίου, ανεξαρτήτως εάν απορρέει από ρητή (δικαστικοί, άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος) ή έμμεση (καθηγητές ΑΕΙ, άρθρο 16 του Συντάγματος, γιατροί του ΕΣΥ, άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος) προστασία του ύψους των αποδοχών με συνταγματικού επιπέδου διατάξεις, επιβάλλει όπως ο νομοθέτης, με τις επιμέρους μισθολογικές ρυθμίσεις του, όχι μόνο να διατηρεί μία εύλογη ποσοτική διαφορά έναντι του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και η διαφορά αυτή να είναι τέτοια, ώστε να συνάδει με την ιδιαιτερότητα της υπηρεσιακής κατάστασης, την αποστολή και τα καθήκοντα κάθε κατηγορίας λειτουργών ή υπαλλήλων που εμπίπτει σε ειδικό μισθολόγιο.

16. Κατά το μέτρο όμως που για κάποια κατηγορία δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων η ένταξή τους σε "ειδικό μισθολόγιο" δεν εδράζεται αμέσως ή εμμέσως σε διατάξεις του Συντάγματος, η τυχόν θέσπιση σε κάποιο χρονικό σημείο ως προς την εν λόγω κατηγορία ειδικού μισθολογίου δεν μπορεί να δεσμεύει εις το διηνεκές τον κοινό νομοθέτη. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση ο νομοθέτης δεν κωλύεται, είτε να επιλέξει το μείζον, τουτέστιν να μεταβάλει το νομοθετικό καθεστώς που αφορά στον τρόπο συγκρότησης των αποδοχών της ανωτέρω κατηγορίας, είτε να επιλέξει το έλασσον, τουτέστιν να προβεί στη μείωση του ύψους αυτών (αποδοχών), αφού, κατά τα προεκτεθέντα και συντρεχουσών των λοιπών προϋποθέσεων (σχ. σκέψη 7), ούτε από την εθνική, ούτε από τη διεθνή έννομη τάξη, κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές ή συντάξεις συγκεκριμένου ύψους.

17. Με τη 1506/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτό ότι οι διατάξεις του ν. 4093/2012 (άρθρο πρώτο, παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ.1, περίπτωση 17), με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των πρώην μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 4741/2014). Ομοίως, με την 7412/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτό ότι οι διατάξεις του ν. 4093/2012 (άρθρο πρώτο, παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ.1, περίπτωση 27), με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία γιατρών του ΕΣΥ, κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των πρώην γιατρών του ΕΣΥ, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 (βλ. και ΣτΕ Ολ. 431/2018). Πλην, οι καθηγητές της ΕΣΔΥ αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία, διακριτή τόσο των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, τα οποία και μόνο χαρακτηρίζονται ευθέως από το Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 6) ως δημόσιοι λειτουργοί, τελούντες υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς εγγυώμενο την προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία (ΣτΕ Ολ. 4741/2014), όσο και των γιατρών του ΕΣΥ, των οποίων και μόνο η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος (ΣτΕ Ολ. 413/2018, σκ. 6 και 17). Υφίστανται δε ουσιώδεις διαφορές, τόσο ως προς τα καθήκοντα, τη νομική θέση και τα απαιτούμενα προσόντα, όσο και ως προς τις προϋποθέσεις για την εκλογή και τον διορισμό στις αντίστοιχες θέσεις και για τη βαθμολογική εξέλιξη αυτών των κατηγοριών. Το δε έργο, η νομική θέση και τα προσόντα των ως άνω κατηγοριών δεν είναι όμοια, γεγονός άλλωστε που αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, και στη διαχρονικά διαφορετική μισθολογική τους αντιμετώπιση. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι οι καθηγητές της ΕΣΔΥ δεν τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες με τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ ή τους γιατρούς του ΕΣΥ - για τα οποία και μόνο προβλέπεται από το Σύνταγμα ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση -, εναπόκειται δε, συνακολούθως, στην ευχέρεια του νομοθέτη να διαμορφώσει με διάφορο τρόπο το μισθολόγιό τους και, κατ’ επέκταση, τις κανονιζόμενες σχετικώς συντάξεις.

17. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Ολομέλεια διαπιστώνει ότι η κατά τον ως άνω νόμο (4093/2012) επίδικη μείωση ανέρχεται μηνιαίως στο ύψος των 232,81 ευρώ (ακαθάριστα), ήτοι οι μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές του ενώπιον του Τμήματος εκκαλούντος διαμορφώθηκαν από τα 2.212,45 ευρώ, που του κανονίστηκαν αρχικώς (1.4.2011), στα 1.979,64 ευρώ. Το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δοθέντος μάλιστα ότι στην επίδικη μείωση ενσωματώνονται οι δυνάμει των ν. 3833 και 3845/2020 μειώσεις, δεν στοιχειοθετείται συνταγματικώς σημαντική επέμβαση στο θεμελιώδες κοινωνικό του δικαίωμα στη σύνταξη, ώστε να απαιτείται αναλυτικότερη τεκμηρίωση του επίδικου μέτρου, πέραν αυτής που εμπεριέχεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση (σκέψεις 9 και 10), την πραγματική βάση της οποίας η Ολομέλεια δεν έχει λόγους να αμφισβητήσει, καθώς ανταποκρίνεται σε κοινώς γνωστά γεγονότα, η ακρίβεια των οποίων δεν κλονίστηκε κατά τη δίκη, ούτε άλλωστε αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης (πρβλ. 137/2019). Εξάλλου, ενόψει της επιτακτικής δημόσιας ανάγκης για τη λήψη μέτρων αμέσου αποτελέσματος, μη δυναμένης της χώρας - δοθείσης της οξείας δημοσιονομικής κρίσης – να αναμείνει την εφαρμογή και τα αποτελέσματα μέτρων διαρθρωτικού χαρακτήρα, το επίδικο μέτρο της περιορισμένης περικοπής της σύνταξης εμφανίζεται εύλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό και επομένως δεν θα μπορούσε να θίξει την αρχή της αναλογικότητας. Δοθέντος, περαιτέρω, του ευλόγου του ληπτέου μέτρου και ότι με αυτό δεν επιβάλλεται μια καταδήλως δυσανάλογη θυσία σε σχέση με άλλες κατηγορίες συνταξιούχων ή εν γένει μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο, αφού νέα μειωμένα μισθολόγια θεσπίστηκαν, τόσο με τον ν. 4024/2011 για τους υπαγόμενους στο ενιαίο μισθολόγιο υπαλλήλους, όσο και με τον ν. 4093/2012 για τις λοιπές - πέραν των καθηγητών της ΕΣΔΥ - κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών που υπάγονται σε ειδικά μισθολόγια, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης των συνταγματικών αρχών της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) ή της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5) ή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 δ), ούτε ως προς την υποχρέωση όλων των πολιτών προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4).

18. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψιν ότι: (α) η επίμαχη μείωση των συντάξεων των καθηγητών της ΕΣΔΥ, ενεργηθείσα σε χρόνο οξείας δημοσιονομικής κρίσης, αποσκοπεί στην εξοικονόμηση κρατικών δαπανών και, μέσω αυτής, στη μείωση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και στη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας της χώρας και συνεπώς στην εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, (β) ενόψει του διαφορετικού νομικού καθεστώτος και των καθηκόντων των καθηγητών της ΕΣΔΥ προς το προσωπικό ΔΕΠ των ΑΕΙ και τους γιατρούς του ΕΣΥ, ο προσδιορισμός των αποδοχών των πρώτων βάσει "ειδικού μισθολογίου" δεν κατοχυρώνεται αμέσως ή εμμέσως στο Σύνταγμα και επομένως ανήκει στην ευχέρεια του νομοθέτη η θέσπιση ή μη αυτού (ειδικού μισθολογίου), (γ) δεν κατοχυρώνεται (σκέψη 7), ούτε από την εθνική, ούτε από τη διεθνή έννομη τάξη, δικαίωμα σε αποδοχές ή συντάξεις συγκεκριμένου ύψους και ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και ιδίως τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, δεν κωλύεται να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων εν γένει λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας ρυθμίσεις οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό έλεγχο, (δ) η μείωση - περικοπή της σύνταξης δεν είναι τέτοιου ύψους, ώστε, είτε να χρήζει ειδικότερης και ευρύτερης τεκμηρίωσης εκ μέρους του νομοθέτη, είτε να θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση του ανωτέρω, ανατρέποντας την εύλογη προσδοκία του περί διατήρησης ευπρεπούς βιοτικού επιπέδου μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, η Ολομέλεια κρίνει ότι οι διατάξεις της περ. 24 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1δ και 4 του Συντάγματος.

19. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και οι Σύμβουλοι Θεολογία Γναρδέλλη, Βασιλική Σοφιανού, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Ασημίνα Σακελλαρίου, Αργυρώ Μαυρομμάτη και Γρηγόριος Βαλληνδράς, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: 19.1. Ο ειδικότερος σκοπός θέσπισης κάθε ειδικού μισθολογίου, ανεξαρτήτως εάν αυτός απορρέει από ρητή (δικαστικοί λειτουργοί άρθρα 26, 87 παρ. 2 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος) ή έμμεση (ιατροί ΕΣΥ, άρθρο 21 του Συντάγματος, καθηγητές ΑΕΙ, άρθρο 16 του Συντάγματος) προστασία του ύψους των αποδοχών με συνταγματικού επιπέδου διατάξεις, επιβάλλει όπως ο νομοθέτης, όταν νομοθετεί επί του μισθολογίου τους, να συσταθμίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των καθηκόντων που ασκούν, ώστε αυτά να ανταποκρίνονται στο ύψος του μισθού που καθορίζεται γι’ αυτούς (ΕλΣυν Ολ. 2020/2020, σκ. 124). Επίσης, κατά τη ρύθμιση του μισθολογίου τους πρέπει να διατηρείται μία εύλογη ποσοτική διαφορά έναντι του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, τέτοια που να συνάδει με την ιδιαιτερότητα της υπηρεσιακής τους κατάστασης, την αποστολή και τα καθήκοντα κάθε κατηγορίας λειτουργών ή υπαλλήλων που εμπίπτουν σε ειδικό μισθολόγιο (ΕλΣυν Ολ. 2070/2020, 738/2020, 1854/2019, 1506/2016). 19.2. Το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 5, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84) : «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας …», στο άρθρο 21 παρ. 3 : «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών …» και στο άρθρο 22 παρ. 5, όπως η παράγραφος αυτή αναριθμήθηκε με την αναθεώρηση του 2001 : «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος συνάγεται ότι γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για την προστασία της υγείας των πολιτών, εργαζομένων και συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣτΕ 3802/2014 Ολ. σκ. 15, 9/2016 7μ. σκ. 4, 2381/2016 σκ. 7), οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διάγνωσης και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφόσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των πολιτών. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας (βλ. ΣτΕ 3962/2014 Ολ, 1812/2013, 2033/2009, 1187-8/2009 Ολ. κ.ά.). Εν όψει των ανωτέρω επιταγών του Συντάγματος, η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών σχετικών με την υγεία, επιτρέπεται μόνον σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν τα προσόντα, τα οποία ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣτΕ Ολ. 431/2018). Προς εκπλήρωση των σκοπών αυτών, το Κράτος δημιούργησε την ΕΣΔΥ, αποβλέποντας στην εκπαίδευση πτυχιούχων ΑΕΙ και ΤΕΙ, στην επιστημονική έρευνα και την παροχή επιστημονικών υπηρεσιών σε θέματα δημόσιας υγείας, κοινωνικής φροντίδας, διοίκησης - διαχείρισης υπηρεσιών υγείας, οικονομικών και αγωγής της υγείας και κοινωνικής πολιτικής γενικότερα. 19.3. Οι καθηγητές της ΕΣΔΥ, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 2530/1997, αντιμετωπίζονται από τον νομοθέτη ως ισότιμοι προς τον βαθμό και τις αποδοχές με αντίστοιχους καθηγητές ΑΕΙ (βλ. συναφώς και άρθρο 2 του β.δ/τος της 29.11.1947, Α΄ 266, με τις διατάξεις του οποίου οι τακτικοί οργανικοί καθηγητές της ΥΣΑ είχαν εξομοιωθεί βαθμολογικά και μισθολογικά με τους τακτικούς καθηγητές των ΑΕΙ, καθώς και ΔΕΦ ΑΘ 2150/2002), το δε μισθολογικό τους καθεστώς ρυθμιζόταν πάντοτε με την καθιέρωση «ειδικού μισθολογίου». 19.4. Συνεπώς, η ιδιαίτερη (ευνοϊκότερη) μισθολογική μεταχείριση, την οποία διαχρονικά ο νομοθέτης επιφύλαξε στο διδακτικό προσωπικό της ΕΣΔΥ εδράζεται εμμέσως στην προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3, λόγω του σημαντικού τους ρόλου για την εκπλήρωση της ευθείας υποχρέωσης του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για την προστασία της υγείας των πολιτών. 19.5. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου - όπως έχει ήδη κριθεί σε προγενέστερες αποφάσεις επί δικών επί παραπομπών ενώπιόν της - δεν υπεισέρχεται στην επίλυση ζητημάτων που έχουν ήδη επιλυθεί με προηγούμενες και δη πρόσφατες αποφάσεις αυτής (ΕλΣυν Ολ. 1975/2021), οφείλει δε ιδίως στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, όπου η ενότητα της νομολογίας και η ασφάλεια του δικαίου αποτελούν τις βάσεις για τη θέσπισή της, να σεβασθεί, τη νομολογία που ήδη έχει συγκροτηθεί από προηγούμενες αποφάσεις αυτής, εκτός αν έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες παραγωγής της (ΕλΣυν Ολ. 742/2020). Η ως άνω δε έννοια της νομολογίας περιλαμβάνει, «όλως ιδιαιτέρως», το σύνολο των αλληλοδιαδόχως εκδοθεισών αποφάσεων από τον ανώτατο σχηματισμό του Δικαστηρίου, όπως εντός της συνεχείας τους οι αποφάσεις αυτές συμπληρώνουν ή διευκρινίζουν τις προηγούμενες αυτών (ΕλΣυν Ολ. 1975/2021 σκέψεις 13-14, 2020/2020, σκέψη 67). Εκ τούτων, παρέπεται ότι η αιτιολογία που διαλαμβάνεται σε μεταγενεστέρως εκδοθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου που αντιμετωπίζουν όμοιο ζήτημα, είναι προς επίρρωση των ήδη νομολογηθέντων και όχι προς περιορισμό αυτών, εκτός αν, όπως προαναφέρθηκε, έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες παραγωγής της νομολογίας της. Ενόψει αυτών, δοθέντος ότι, της εξέτασης του κρινόμενου προδικαστικού ερωτήματος, έχουν προηγηθεί έξι αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου που αφορούν σε «ειδικά μισθολόγια» ήδη πολιτικών συνταξιούχων και τις περικοπές της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, χωρίς να έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες παραγωγής της εν λόγω νομολογίας, η αιτιολογία που διαλαμβάνουν οι αποφάσεις αυτές πρέπει να ληφθεί υπόψη στο σύνολο της. 19.6.1. Ειδικότερα, από τις ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020 και 2070/2020, που αφορούν σε συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, πρώην ιατρούς του ΕΣΥ, πρώην μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ, πρώην μέλη ΕΠ των ΤΕΙ, πρώην διπλωματικούς υπαλλήλους, τέως μέλη του πρώην Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αντίστοιχα, προκύπτουν, προς αποφυγή επαναλήψεων, επιγραμματικά τα εξής: 19.6.2. Με τις ανωτέρω αποφάσεις, διαπιστώθηκε η αντίθεση των περιπτώσεων 13-14, 27, 17, 21, 28 και 25 της ως άνω υποπαραγράφου Γ.1 στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 - ειδικά δε για την περίπτωση 25 των συνταξιούχων του ήδη καταργηθέντος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, διαπιστώθηκε με την Ολ. 2070/2020, επιπρόσθετα, αντίθεση και στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος - στηρίχθηκε δε η κρίση αυτή στο σύνολο των μνημονιακών περικοπών και επιβαρύνσεων που προηγήθηκαν του ως άνω νόμου (4093) στην ίδια κατηγορία συνταξιούχων και δη από τη δημοσίευση του ν. 3833/2010 μέχρι την αναδρομική, από 1.8.2012, μείωση των αποδοχών τους, που επήλθε με τις διατάξεις εκάστης περίπτωσης της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014 σκ. 23, 7412/2015 σκ. 11, 1506/2016 σκ. 6, 1854/2019 σκ. Χ, 738/2020 σκ. 12, 2070/2020 σκ. 10.Β.). 19.6.3. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στα «ειδικά μισθολόγια», ελήφθησαν υπόψη και άλλα κριτήρια, πέραν του καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, πρόδηλα απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Ούτε προκύπτει ότι έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στους αμειβόμενους με τα μισθολόγια αυτά, ούτε αν οι εκ των μειώσεων προερχόμενες επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει, ούτε, τέλος, αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για τις συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων. Δεν εξετάστηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των εν ενεργεία (και κατά συνεκδοχή των εξ αυτών συνταξιούχων), παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (ΕλΣυν 4327/2014 σκ. 24, 7412/2015 σκ. 12, 1506/2016 σκ. 7, 1854/2019 σκ. ΧΙ, 738/2020 σκ. 13-14, 2070/2020 σκ. 11). 19.6.4. Ενόψει όλων των ανωτέρω, με τις προμνησθείσες αποφάσεις έγινε δεκτό ότι οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των εν ενεργεία, συνεπώς, και των εξ αυτών συνταξιούχων, που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικά στις αποδοχές αυτών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης, εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών, που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των αμειβόμενων με τα «ειδικά μισθολόγια» (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014 σκ. 25, 7412/2015 σκ. 13, 1506/2016 σκ. 8, 1854/2019 σκ. ΧΙΙΙ, 738/2020 σκ. 15, 2070/2020 σκ. 12). 19.6.5. Σημειώνεται δε ότι στις προμνησθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας, ούτε το συνταγματικό έρεισμα (άμεσο ή έμμεσο) εκάστου ειδικού μισθολογίου για την προστασία του ύψους των αποδοχών τους αποτέλεσε κριτήριο (καίτοι δεν αμφισβητείται με την παρούσα γνώμη ότι συντρέχει για κάθε ειδικό μισθολόγιο), ούτε η επίμαχη μείωση που επέφερε εκάστη περίπτωση της υποπαραγράφου Γ.1 εξετάστηκε ως μεμονωμένο μαθηματικό μέγεθος ανεξάρτητο των λοιπών μειώσεων, περικοπών και επιβαρύνσεων που επέφεραν οι ως άνω μνημονιακοί νόμοι. 19.7. Συνακόλουθα, για λόγους ισότητας των διαδίκων και ίσου μέτρου κρίσης όμοιων ή παρεμφερών υποθέσεων, το Δικαστήριο οφείλει να συμπεριλάβει στην κρίση του όλα τα ανωτέρω και να μην μεταβάλει τη νομολογία του θέτοντας νέα κριτήρια. Ενόψει αυτών, και με βάση τα ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των καθηγητών της ΕΣΔΥ, που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το αμιγώς αριθμητικό κριτήριο και χωρίς να προκύπτει, από συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ελήφθη υπόψη η εκ του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος αναγνώριση του δημοσίου λειτουργήματος που αυτά επιτελούν, και, ακολούθως, οι με βάση αυτές μειώσεις των συντάξεων του προσωπικού αυτού, συνυπολογιζόμενες με τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επιβλήθηκαν διαδοχικά στις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού, καθώς και τα βάρη που έχουν επιβληθεί στους συνταξιούχους του Δημοσίου (περικοπές συντάξεων, πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας) και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και παραβιάζουν την κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, υποχρέωση των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεδομένης, εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών, που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι επίμαχες μειώσεις στις αποδοχές των καθηγητών της ΕΣΔΥ (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 479/2018, ΣτΕ 1198/2017). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 24 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία καθηγητών της ΕΣΔΥ, κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων πρώην καθηγητών της ΕΣΔΥ, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1δ και 4 και καθίστανται, ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. H γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.

20. Περαιτέρω, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και οι Σύμβουλοι Θεολογία Γναρδέλλη, Βασιλική Σοφιανού, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Ασημίνα Σακελλαρίου, Νεκταρία Δουλιανάκη και Γρηγόριος Βαλληνδράς, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Η σύνταξη των δημοσίων εν γένει υπαλλήλων και λειτουργών, όπως των καθηγητών της ΕΣΔΥ, ως θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμά τους, αλλά και θεσμική εγγύηση συνυφασμένη με την υπηρεσιακή τους ιδιότητα, αποτελεί συνέχιση του μισθού ενεργείας και πρέπει να συνδέεται με αυτόν με σχέση εύλογης ποσοτικώς αναλογίας. Η εύλογη αυτή αναλογία είναι συνάρτηση της απόκλισης της σύνταξης από τις αποδοχές ενεργείας (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 244/2017, 1277/2018, 137/2019, 2020, 2070/2020). Δεν μπορεί δε να χαρακτηρισθεί ως εύλογη η αναλογία, όταν καταλήγει σε σύνταξη τέτοιου ύψους, ώστε καταδήλως να μην μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια του μισθού ενεργείας και, κατά τούτο, να μην συνάδει προς τον χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων ως θεσμικής εγγύησης. Παύει δε να συνιστά συνέχεια του μισθού μία σύνταξη, το ύψος της οποίας συνεπάγεται για τον δικαιούχο την ανατροπή της προσδοκίας που θα μπορούσε να διατηρεί ότι το βιοτικό του επίπεδο δεν θα μεταβληθεί ουσιωδώς μετά την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία. Αν και δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ότι, όπως βασίμως, κατά τούτο, υποστηρίζεται με το από 13.9.2021 υπόμνημα του Δημοσίου, η αναμόρφωση επί το δυσμενέστερο των ειδικών μισθολογίων, με τον ν. 4093/2012, εχώρησε υπό όλως εξαιρετικές δημοσιονομικές περιστάσεις, εξίσου βέβαιο είναι ότι το μέγεθος της οικονομικής θυσίας, στην οποία υποβλήθηκαν οι συνταξιούχοι καθηγητές της ΕΣΔΥ, καθιστά τη θυσία αυτή δυσανάλογη, πολύ περισσότερο που καθόλου την τελευταία δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει το μη προσδιορισθέν δημοσιονομικό όφελος που αναμενόταν από τη μείωση των συντάξεών τους. Όπως, επίσης, δικαιολογητικό λόγο που να καθιστά επιβεβλημένη τη θυσία αυτή δεν θα μπορούσαν να συνιστούν, ούτε οι δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, οι οποίες δεν απαλλάσσουν τον εθνικό νομοθέτη από την τήρηση των συνταγματικών διατάξεων και αρχών (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020, 2070/2020). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 24 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ως προς τα συνταξιοδοτικά τους αποτελέσματα, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. H γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.

21. Με το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπουν ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου»], που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας κάθε προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (άρθρ. 4 παρ. 5) και της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1). Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, ήτοι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν, σε περίπτωση αρνήσεως, να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η διατήρηση στο διηνεκές των απονεμηθεισών ήδη συντάξεων στο ίδιο ύψος δεν αποτελεί μεν δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τις ως άνω διατάξεις περιουσίας, ώστε η μειωτική μεταβολή αυτών για το μέλλον να στοιχειοθετεί παραβίαση αυτών (διατάξεων) πλην, η αναγνωρισμένη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του συνταξιούχου για καταβολή της νομίμως κανονισθείσας σύνταξής του, που έχει γεννηθεί και, δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικά, αποτελεί στοιχείο της περιουσίας αυτού, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος (ΕλΣυν Ολ. 1854/2019, 1506/2016, 4327/2014, 1517/2011, 2028/2004 κ.ά.).

22. Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω παραδοχών, οι διατάξεις της περίπτωσης 24 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, σύμφωνα με τις οποίες η μειωτική αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων καθηγητών της ΕΣΔΥ στην 1η.8.2012, σε χρόνο, δηλαδή, πριν από τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.11.2012), ειδικώς ως προς την αναδρομική τους ισχύ, πάσχουν εκ του ότι αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενώ πρόκειται για στέρηση γεγενημένου περιουσιακής φύσης δικαιώματος, ήτοι συνταξιοδοτικής παροχής συγκεκριμένου ποσού, το οποίο έχει νομίμως καταβληθεί, δεν προκύπτει ότι το αναδρομικό της μείωσης υπαγορεύθηκε από ειδικούς και επιτακτικούς λόγους δημόσιας ωφέλειας, ούτε τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα και προσφορότητα της αναδρομικότητας για την επίτευξη του συνολικώς επιδιωκόμενου με τον ν. 4093/2012 σκοπού δημοσίου συμφέροντος (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020, 2070/2020). Καθ’ ο μέρος, επομένως, η ισχύς τους ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσης του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι επίμαχες διατάξεις παρίστανται ανίσχυρες.

23. Επιλυθέντος του παραπεμφθέντος ζητήματος, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Τρίτο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

 

Για τους λόγους αυτούς

Εξετάζει το παραπεμφθέν από το Τμήμα ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ζήτημα.

Αποφαίνεται ότι οι διατάξεις της περίπτωσης 24 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012: α) δεν αντίκεινται, ως προς τις συνταξιοδοτικές τους συνέπειες, προς τα άρθρα 4 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1δ και 4 του Συντάγματος και β) αντίκεινται, καθ’ ο μέρος η έναρξη ισχύος τους ανατρέχει στην 1η.8.2012, στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Αναπέμπει, κατά τα λοιπά, την έφεση στο Τρίτο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε σε τηλεδιάσκεψη στις 18 Μαΐου 2022, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στις 7 Μαΐου 2025 (βλ. πρακτικό δημοσίευσης με όμοια ημερομηνία).

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ