ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 330/2024

 

Πρωτοδίκης: ΠΕΤΡΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ

Δικηγόροι: Χρήστος Παππάς - Ελένη Πάντζου

 

(...) Με τη διάταξη του άρθρ. 6 της από 26-02-1975 Ε. Γ. Σ. Σ. Ε., που κυρώθηκε με το Ν. 133/1975, εισήχθη το σύστημα της εβδομάδας των πέντε (5) εργάσιμων ημερών, εφαρμοζόμενο κατά την κρίση του εργοδότη υπό τους όρους ότι οι μισθωτοί θα εργάζονται υποχρεωτικά πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα και θα αμείβονται με πλήρεις τις αποδοχές τους για έξι (6) εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα. Με το άρθρο 2 της από 29-12-1980 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με τον Ν. 1157/81 ορίσθηκε ότι μπορεί με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις να καθιερώνεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ειδικά δε για τους εργαζομένους στα καταστήματα, το σύστημα της πενθήμερης εργασίας καθιερώθηκε νομοθετικά με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 4 του Ν. 1892/90 από 1-9-1990 κατά την παρ. 9 του ιδίου άρθρου, ενώ με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 1957/91 ορίσθηκε ότι η ημέρα ανάπαυσης των εργαζομένων, λόγω πενθημέρου, καθορίζεται κυλιόμενη, εκτός εάν ρυθμίζεται διαφορετικά από άλλες διατάξεις ή με ατομική συμφωνία. Η διάταξη του άρθρου 42 παρ. 4 του Ν. 1892/90 ίσχυσε μέχρι την αντικατάστασή της από 12-11-2012 με το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΑ. 14 του Ν. 4093/2012, με το οποίο ορίσθηκε ότι με συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορούν να καθορίζονται ζητήματα σχετικά με τις ημέρες εβδομαδιαίας απασχόλησης των εργαζομένων στα καταστήματα για συνολικό εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο σαράντα (40) ωρών. Με την τελευταία αυτή διάταξη καταργήθηκε μεν το πενθήμερο για τους εργαζομένους στα καταστήματα ως υποχρεωτικό από το νόμο σύστημα απασχόλησης αυτών, όχι όμως και το συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο αυτών, που παραμένει σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως. Εάν δε ο μισθωτός απασχοληθεί εκούσια ή αναγκαστικά την έκτη ημέρα της εβδομάδας (δηλαδή συνήθως τα Σάββατα), δικαιούται αμοιβής με βάση τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, ενώ μετά την έναρξη ισχύος από 11-5-2010 του άρθρου 8 του Ν. 3846/2010 δικαιούται αμοιβής ίσης με το καταβαλλόμενο σε αυτόν ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 30% επί τις ώρες που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της έκτης ημέρας της εβδομάδας (ΑΠ 191/2011, ΑΠ 1576/2012, ΑΠ 864/2015, ΑΠ 1004/2017 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στο άρθρ. 8 Ν. 3846/2010 ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 8 - Εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος κατά παράβαση του πενθημέρου - Η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Δεν υπάγονται στη διάταξη αυτή οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις». Όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3846/2010, η καταβολή της προσαύξησης 30% προϋποθέτει παράνομη απασχόληση που αντίκειται σε νόμο ή κανονιστικό όρο ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας ή ΔΑ που επιβάλλει την 5ήμερη εργασία. Αν δεν υπάρχει κανονιστική διάταξη που επιβάλλει πενθήμερη εργασία, μπορεί με συμφωνία εργοδότη -μισθωτού να απασχοληθεί ο μισθωτός εκτάκτως κατά την 6η ημέρα. Για την απασχόληση αυτή οφείλεται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, για όσες ώρες (μέχρι 8) απασχοληθεί ο μισθωτός (άρθρ. 659 ΑΚ). Δεν οφείλεται προσαύξηση 30%, για το λόγο ότι η απασχόληση δεν είναι παράνομη αφού δεν αντίκειται σε κανονιστική διάταξη (βλ. σχετ. Ζερδελή Δ., Εργατικό Δίκαιο, 2022, σελ. 1226 -1231 και τις εκεί παραπομπές, X. Πετίνη-Πηνιώτη, Πενθήμερο και Εξαήμερο, ΔΕΝ 2015.174-176). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της με αριθμό 8900/46 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τις Κυριακές και εορτές», όπως ερμηνεύθηκε με την με αριθμό 25825/51 απόφαση των ίδιων Υπουργών, του άρθρ. 2 παρ. 1 του Ν. Δ. 3755/57, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 2 του Ν. 435/76, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρ. 10 παρ. 1 του Β. Δ. 748/66, προκύπτει ότι αν ο εργαζόμενος απασχοληθεί, νόμιμα ή παράνομα, κατά την Κυριακή, δικαιούται να λάβει για τις ώρες που απασχολήθηκε προσαύξηση 75% επί του νομίμου ωρομισθίου, και εφόσον η απασχόλησή του υπερβαίνει τις 5 ώρες, αναπληρωματική ανάπαυση διάρκειας 24 συνεχόμενων ωρών σε άλλη ημέρα της εβδομάδας που ακολουθεί. Επίσης, οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, αν μεν τύχουν αναπληρωματικής ανάπαυσης κατά τα ανωτέρω, δεν δικαιούνται, εκτός από την ανωτέρω προσαύξηση, άλλης αμοιβής για την απασχόλησή τους την Κυριακή. Αν όμως ο εργοδότης δεν παράσχει στον εργαζόμενο συνεχή 24ωρη ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας και τον απασχολήσει όλες τις εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την Κυριακή, τότε η απασχόληση κατά μία ημέρα των εργάσιμων αυτών ημερών (πέντε η έξι ανάλογα) είναι παράνομη ως αντικείμενη σε δημοσίας τάξεως διάταξη (άρθρ. 10 Β. Δ. 748/66), και ο εργοδότης έχει υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που αποκόμισε από την παράνομη αυτή απασχόληση, ανερχόμενη στο 1/25 του νόμιμου μισθού του, δηλαδή καθετί που ο εργοδότης θα κατέβαλλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη ανάπαυσης, χωρίς την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών (βλ. ΑΠ 644/2005, ΑΠ 332/2008, ΑΠ 711/2010, ΑΠ 5/2012, ΑΠ 930/2013, ΑΠ 1317/2015, ΑΠ 1004/2017, ΑΠ 2115/2017 ΝΟΜΟΣ - Ζερδελή Δ., ο. π., σελ. 1209, αριθ. 109 και τις εκεί παραπομπές).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή του ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία τον Ιούνιο του 2009 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθεί ως πωλητής - υπάλληλος κρεοπωλείου στο υποκατάστημά της σούπερ μάρκετ που διατηρεί στην ..... και παρείχε την εργασία του στο παραπάνω κατάστημα έως την απόλυσή του στις 11-7-2022. Ότι εργαζόταν στην εναγομένη εταιρεία με συμφωνία για εργασία πέντε (5) ημερών την εβδομάδα και οκτώ (8) ωρών ημερησίως έναντι μηνιαίων συμβατικών αποδοχών ύψους 1.034,83 ευρώ. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης με την εναγομένη και κατά το διάστημα από Μάιο έως Οκτώβριο κάθε έτους εργάσθηκε κατά τα Σάββατα ως 6η ημέρα εργασίας την εβδομάδα, ειδικότερα εργαζόταν δύο Σάββατα ως 6η ημέρα κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο ενώ κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο κάθε έτους εργαζόταν κάθε Σάββατο ως 6η ημέρα την εβδομάδα, χωρίς να του καταβληθεί πρόσθετη αμοιβή και προσαύξηση αμοιβής για την εργασία του αυτή. Ότι για την απασχόλησή του αυτή κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας δικαιούται να λάβει από την εναγομένη, για το διάστημα από την έναρξη της απασχόλησής του μέχρι τις 11-5-2010, την ωφέλεια που αποκόμισε η εργοδότρια εταιρεία από την παροχή της εργασίας του, δηλαδή το ποσό που θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο αν τον απασχολούσε εγκύρως την ημέρα αυτή και ισούται, τουλάχιστον, με το νόμιμο ημερομίσθιο, ενώ για το διάστημα μετά τις 11-5-2010 δικαιούται ως αμοιβή το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30% σύμφωνα με το άρθρ. 8 Ν. 3846/2010. Ότι για την εργασία που παρείχε κατά τα Σάββατα ως 6η ημέρα εργασίας δικαιούται να λάβει από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 14.915,76 ευρώ, σύμφωνα με τους αναλυτικούς λογαριασμούς που περιέχονται στην αγωγή. Ότι, ακόμη, καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης με την εναγομένη και κατά το διάστημα από Μάιο έως Οκτώβριο κάθε έτους εργαζόταν κατά τις Κυριακές που το κατάστημα λειτουργούσε νομίμως, ειδικότερα εργαζόταν δύο Κυριακές κάθε μήνα κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, ενώ κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο κάθε έτους εργαζόταν κάθε Κυριακή. Ότι κάθε Κυριακή που εργαζόταν, σύμφωνα με τα παραπάνω, παρείχε την εργασία του για οκτώ (8) ώρες τουλάχιστον, χωρίς να του χορηγείται από την εναγομένη συμπληρωματική συνεχόμενη 24ωρη ανάπαυση την εβδομάδα που ακολουθούσε την Κυριακή που εργαζόταν και χωρίς να του καταβάλλεται η προσαύξηση 75% για την εργασία του αυτή. Ότι για την απασχόλησή του αυτή η εναγομένη του οφείλει το 1/25 του νομίμου μισθού του ως ωφέλεια που αποκόμισε από την παράνομη απασχόλησή του όλες τις ημέρες της εβδομάδας που ακολουθούσαν την Κυριακή που εργαζόταν, καθώς επίσης και την προσαύξηση 75% επί του νομίμου ημερομισθίου του. Ότι για την παρασχεθείσα εργασία του κατά τις Κυριακές η εναγομένη του οφείλει το συνολικό ποσό των 12.874,33 ευρώ σύμφωνα με τους αναλυτικούς λογαριασμούς που περιέχονται στην αγωγή. (...)

Η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της εναγομένης, αφού περιέχει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά της εναγομένης, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ιδίως δε εκτίθενται σ’ αυτήν η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σύμβαση, το επάγγελμα, η ειδικότητα, η επιχείρηση την οποία ασκούσε η εναγομένη εργοδότρια επιχείρηση, οι συμβατικές αποδοχές, ενώ παρατίθενται επίσης λεπτομερώς οι ημέρες και οι ώρες παροχής της εργασίας του (βλ. ενδεικτικά, για τα στοιχεία ορισμένου αγωγής με την οποία ζητούνται δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλες οφειλόμενες από την εργασιακή σύμβαση αμοιβές ή προσαυξήσεις, ΑΠ 1561/2011, ΑΠ 874/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή είναι εν μέρει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 341, 345, 346 εδ. α', 361, 648, 649, 653, 655, 659, 904 επ. ΑΚ, της υπ’ αριθ. 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τις Κυριακές και εορτές», όπως ερμηνεύτηκε με την υπ’ αριθ. 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, του άρθρ. 2 παρ. 1 του Ν. Δ. 3755/57, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 2 παρ. 1 του Ν. 435/1976, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρ. 1, 3 παρ. 1 και παρ. 2, 10 παρ. 1 του Β. Δ. 748/66 και προς τις διατάξεις του άρθρ. 16 Ν. 4177/2013 και του άρθρ. 42 παρ. 1 του Ν. 1892/90, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 2 του άρθρου 46 του Ν. 2224/94 (απόδοση ωφέλειας για στέρηση 24ωρης ανάπαυσης και προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές), στις διατάξεις του άρθρ. 8 Ν. 3846/2010 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρ. 42 παρ. 4 έως 9 Ν. 1892/90, όπως ίσχυαν κατά το ένδικο διάστημα (αμοιβή εργασίας Σαββάτου ως 6ης ημέρας κατά παράβαση συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας), στις διατάξεις της περίπτωσης 3, της υποπαραγράφου ΙΑ. 11, της παραγράφου ΙΑ, του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012, του άρθρ. 103 Ν. 4172/2013, της υπ’ αριθ. οικ.4241/127/ 30.1.2019 απόφασης της Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας» (κατώτατος νόμιμος μισθός που ίσχυε κατά το ένδικο διάστημα ως βάση υπολογισμού προσαυξήσεων), 68, 70, 106, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε' ΚΠολΔ. Αναφορικά, όμως, με το κεφάλαιο της αγωγής που αφορά στην αμοιβή της εργασίας Σαββάτου ως 6ης ημέρας κατά παράβαση συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, η αγωγή, για το διάστημα μετά τις 12-11-2012, οπότε καταργήθηκε το πενθήμερο για τους εργαζομένους στα καταστήματα ως υποχρεωτικό από το νόμο σύστημα απασχόλησης αυτών κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, δεν είναι νόμιμη ως προς την προσαύξηση 30% της αμοιβής η οποία (προσαύξηση 30%) δεν οφείλεται αφού η απασχόληση κατά την 6η ημέρα, μετά την πιο πάνω κατάργηση του πενθημέρου, δεν αντίκειται σε κανονιστική διάταξη. Εξάλλου, ο ενάγων επικαλείται στην αγωγή ότι εφαρμοζόταν σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας με βάση ατομική συμφωνία με τον εργοδότη, χωρίς να επικαλείται ισχύουσα σ. σ. ε. ή άλλη διάταξη κανονιστικής ισχύος. Επομένως, για το διάστημα μετά τις 12-11-2012 οφείλεται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο χωρίς την προσαύξηση 30%, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη. Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 21-12-2022 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019, υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του.

Κατά τη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, κατά τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη, όμως, η αδράνεια του δικαιούχου, έστω και μακροχρόνια, ακόμη και εάν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται καταφανώς των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ. Η δε κατά τα άνω επιχειρούμενη από τον δικαιούχο εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης, απαιτείται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2018 ΝΟΜΟΣ). (...)

Το κεφάλαιο της αγωγής που αφορά στην αμοιβή εργασίας κατά την 6η ημέρα κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, παρέλκει η εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης παραγραφής μέρους των επίμαχων αξιώσεων που επικουρικώς πρόβαλε η εναγομένη, εφόσον ο ενάγων δεν απέκτησε αξίωση για λήψη αμοιβής για εργασία 6ης ημέρας κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. (...)

Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα, σε συνδυασμό και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, ο ενάγων δεν δικαιούτο να λάβει συνεχή 24ωρη ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας που ακολουθούσε την κάθε Κυριακή που εργάσθηκε, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι απασχολείτο άνω των πέντε (5) ωρών κάθε Κυριακή, συνεπώς, δεν απέκτησε αξίωση έναντι του εργοδότη για απόδοση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, της ωφέλειας που αποκόμισε από την δήθεν παράνομη απασχόλησή του επί πέντε εργάσιμες ημέρες που ακολουθούσαν την Κυριακή, ανερχόμενη στο 1/25 του νόμιμου μισθού του. Αναφορικά δε με την αξίωση του ενάγοντος για προσαύξηση 75% επί του νομίμου ωρομισθίου του για όσες ώρες απασχολείτο σε ημέρα Κυριακή, αυτή αποσβέσθηκε με καταβολή, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη και καλύπτουν το διάστημα από Απρίλιο 2011 έως Ιούλιο 2022. (...)

Με βάση όλα τα παραπάνω, και το κεφάλαιο της αγωγής που αφορά στην απόδοση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης από τη στέρηση της 24ωρης αναπληρωματικής ανάπαυσης και στην προσαύξηση 75% επί του νόμιμου ωρομισθίου του για όσες ώρες απασχολείτο σε ημέρα Κυριακή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς όλα τα κεφάλαιά της. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, για το λόγο ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).

 

[ ΠΗΓΗ : ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ]