ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ

ΤΜΗΜΑ Θ’

ΑΡΙΘΜΟΣ 31/2024

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Αλεξάνδρα Μπαρλά, Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων, Προεδρεύουσα δυνάμει της υπ’ αριθμ. 32/2023 αποφάσεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, Άρτεμις Κυπριανού και Αργυρώ Φλεριανού, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων. Γραμματέας η Χαρίκλεια Τσαπακίδου, δικαστική υπάλληλος.

Για να δικάσει την αίτηση ακυρώσεως, με χρονολογία καταθέσεως 26.1.2023 (αρ. καταχ.  .../26.1.2023),

του .... του ...., κατοίκου .... Αττικής (οδός ..., αριθμ. ....), ο οποίος παραστάθηκε με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χαρίτο, που τον διόρισε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο,

κατά του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος παραστάθηκε με την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασιλική Παπαλόη.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. ......../7.11.2022 απόφαση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ιθαγένειας Κεντρικού Τομέα και Δυτικής Αττικής του Υπουργείου Εσωτερικών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, Αρτέμιδος Κυπριανού.

Κατόπιν το Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, που ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά την δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ τ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. ........κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει την ακύρωση της υπ' αριθμ. ......../7.11.2022 απόφασης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ιθαγένειας Κεντρικού Τομέα και Δυτικής Αττικής του Υπουργείου Εσωτερικών, με την οποία απορρίφθηκε η από 13.3.2018 αίτηση πολιτογράφησής του, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 5Α' παρ. 1 περ. δ' του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004, Α' 217), διότι από τα κατατεθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα προκύπτει ότι δεν διαθέτει το επαρκές εισόδημα, όπως έχει προσδιοριστεί, για όλα τα απαιτούμενα έτη 2016-2020.

3. Επειδή, ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας (εφεξής: ΚΕΙ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3284/2004 (Α' 217) -πέραν των τυπικών προϋποθέσεων για την πολιτογράφηση αλλοδαπού, που τάσσονται στο άρθρο 5 αυτού-, ορίζει στο άρθρο 5Α' υπό τον τίτλο «Ουσιαστικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης», το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3838/2010 (Α' 49/24.3.2010), όπως ίσχυε αρχικώς, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως του αιτούντος (13.3.2018), ότι: «1. Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση πρέπει, πέραν των προϋποθέσεων του προηγούμενου άρθρου: α. Να γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα, ώστε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. β. Να έχει ενταχθεί ομαλά στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας. Για τη διακρίβωση της ομαλής ένταξης του αιτούντος στην Ελληνική κοινωνία συνεκτιμώνται ιδίως τα εξής στοιχεία: η εξοικείωση με την Ελληνική ιστορία και τον Ελληνικό πολιτισμό, η επαγγελματική και εν γένει οικονομική δραστηριότητά του, τυχόν δημόσιες ή κοινωφελείς δραστηριότητές του, ενδεχόμενη φοίτησή του σε ελληνικούς εκπαιδευτικούς φορείς, η συμμετοχή του σε κοινωνικές οργανώσεις ή συλλογικούς φορείς μέλη των οποίων είναι Έλληνες πολίτες, τυχόν συγγενικός του δεσμός και εξ αγχιστείας με Έλληνα πολίτη, η εκ μέρους του σταθερή εκπλήρωση των φορολογικών του υποχρεώσεων, καθώς και των υποχρεώσεών του προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, η κατά κυριότητα κτήση ακινήτου για κατοικία και η εν γένει περιουσιακή του κατάσταση. γ. Να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της Χώρας, σεβόμενος τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν. Για τη δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή συνεκτιμώνται ιδίως τα εξής στοιχεία: η επαρκής εξοικείωση με τους θεσμούς του πολιτεύματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και την πολιτική ζωή της Χώρας και η βασική γνώση της Ελληνικής πολιτικής ιστορίας, ιδίως της σύγχρονης. Ειδική βαρύτητα στην εκτίμηση περί υιοθέτησης της Ελληνικής πολιτικής ταυτότητας έχουν η συμμετοχή σε συλλογικούς φορείς, πολιτικές ενώσεις ή σωματεία όπου συμμετέχουν και Έλληνες πολίτες, καθώς και η προηγούμενη συμμετοχή στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. Για τη συνδρομή των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο γνωμοδοτεί η Επιτροπή Πολιτογράφησης, η οποία συνιστάται με το άρθρο 12. 3. Για τη διακρίβωση της συνδρομής επί μέρους ουσιαστικών προϋποθέσεων της παραγράφου 1 η κρίση της αρμόδιας Επιτροπής Πολιτογράφησης στηρίζεται και σε ειδική δοκιμασία (τεστ) που η Επιτροπή μπορεί να διεξάγει. Οι προδιαγραφές της ειδικής δοκιμασίας και κάθε άλλο θέμα σχετικά με την οργάνωση και το περιεχόμενό της ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων».

4. Επειδή, ενόσω εκκρεμούσε η επίμαχη διαδικασία πολιτογράφησης, με το άρθρο 3 του ν. 4735/2020 (Α' 197/12.10.2020) τροποποιήθηκε το άρθρο 5Α' του ΚΕΙ, το οποίο φέρει πλέον τον τίτλο «Ουσιαστικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης και εξουσιοδοτική διάταξη», ως εξής: «1. Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση πρέπει, πέραν των προϋποθέσεων του άρθρου 5: α. Να γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, ώστε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. β. Να γνωρίζει επαρκώς την ελληνική ιστορία και γεωγραφία, τον ελληνικό πολιτισμό και τις συνήθειες του ελληνικού λαού, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών του πολιτεύματος της Χώρας. γ. Να έχει την ικανότητα να συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της Χώρας, σεβόμενος τις θεμελιώδεις αρχές που τη διέπουν. δ. Να έχει ενταχθεί ομαλά στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, έχοντάς την καταστήσει συνεχές κέντρο των βιοτικών του δραστηριοτήτων. Για τη διακρίβωση της οικονομικής ένταξης του αιτούντος λαμβάνονται υπόψη η ύπαρξη σταθερής εργασίας στη Χώρα και η εν γένει οικονομική του δραστηριότητα, αλλά και η διαρκής εκπλήρωση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεών του απέναντι στην Πολιτεία. Για τη διακρίβωση της κοινωνικής ένταξης του αιτούντος λαμβάνονται υπόψη ιδίως η διαμόρφωση συγγενικού δεσμού με Έλληνα πολίτη, η εξοικείωσή του με τα ήθη και έθιμα της ελληνικής κοινωνίας, η συμμετοχή του σε εθελοντικές δραστηριότητες, αθλητικές ομάδες, δραστηριότητες του δήμου και εκδηλώσεις της κοινωνίας των πολιτών. 2. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα ειδικότερα στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια οικονομικής και κοινωνικής ένταξης του αιτούντος για την εξεταζόμενη, κατά περίπτωση, χρονική περίοδο», στην δε μεταβατική διάταξη του άρθρου 18 του ν. 4735/2020 ορίστηκαν τα εξής: «1. Η ισχύς των άρθρων 5Α, 6 και 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αντικαθίστανται με τα άρθρα 3, 5 και 6 του παρόντος, αρχίζει από την 1η.4.2021. Έως την 31η.3.2021, οι επιτροπές πολιτογράφησης του άρθρου 12 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας καλούν σε εξέταση τους αλλογενείς αλλοδαπούς των οποίων οι σχετικές αιτήσεις εκκρεμούν στις αρμόδιες υπηρεσίες. 2. Εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος των ανωτέρω διατάξεων, αιτήσεις πολιτογράφησης για τις οποίες δεν έχουν γνωμοδοτήσει οι αρμόδιες Επιτροπές Πολιτογράφησης εξετάζονται σύμφωνα με τη νέα διαδικασία χωρίς την υποχρέωση καταβολής εξέταστρου από τους αιτούντες αποκλειστικά για την πρώτη φορά συμμετοχής τους στις εξετάσεις. Στην περίπτωση αυτή, η εξέταση της αίτησης συνεχίζεται μετά από την προσκόμιση Π.Ε.Γ.Π. [Πιστοποιητικού Επάρκειας Γνώσεων για την Πολιτογράφηση] και ακολουθείται ως προς τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων η διαδικασία που προβλέπεται στις παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας».

5. Επειδή, εν συνεχεία, εκδόθηκε ο ν. 4873/2021 (Α' 248/16.12.2021), με το άρθρο 36 του οποίου καταργήθηκε η ανωτέρω περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 5Α' του ΚΕΙ και τροποποιήθηκε η περίπτωση δ' της ίδιας παραγράφου, ως εξής: «1. Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση πρέπει, πέραν των προϋποθέσεων του άρθρου 5: α. Να γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, ώστε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. β. Να γνωρίζει επαρκώς την ελληνική ιστορία και γεωγραφία, τον ελληνικό πολιτισμό και τις συνήθειες του ελληνικού λαού, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών του πολιτεύματος της Χώρας. γ. (Καταργείται). δ. Να έχει ενταχθεί ομαλά στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, έχοντάς την καταστήσει συνεχές κέντρο των βιοτικών του δραστηριοτήτων. Για τη διακρίβωση της οικονομικής ένταξης του αιτούντος λαμβάνονται υπόψη η ύπαρξη σταθερής εργασίας στη Χώρα και η εν γένει οικονομική του δραστηριότητα, αλλά και η διαρκής εκπλήρωση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεών του απέναντι στην Πολιτεία. Για τη διακρίβωση της κοινωνικής ένταξης του αιτούντος λαμβάνονται υπόψη ιδίως η διαμόρφωση συγγενικού δεσμού με Έλληνα πολίτη, η εξοικείωσή του με τα ήθη και έθιμα της ελληνικής κοινωνίας, η συμμετοχή του σε εθελοντικές δραστηριότητες, αθλητικές ομάδες, δραστηριότητες του δήμου και εκδηλώσεις της κοινωνίας των πολιτών. 2. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα ειδικότερα στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια οικονομικής και κοινωνικής ένταξης του αιτούντος για την εξεταζόμενη, κατά περίπτωση, χρονική περίοδο». Ακολούθως, στο άρθρο 37 «Δικαιολογητικά πολιτογράφησης και διακρίβωση τεκμηρίων Τροποποίηση της παρ. 1 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 6 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004)» του ως άνω ν. 4873/2021 ορίζεται ότι: «Στο άρθρο 6 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004, Α 217), α) προστίθεται περ. η' στην παρ. 1, β) προστίθεται νέα παρ. 3 και το άρθρο 6 διαμορφώνεται ως εξής: «Άρθρο 6 ''Δικαιολογητικά πολιτογράφησης'' 1. Η αίτηση πολιτογράφησης υποβάλλεται στην Υπηρεσία Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών του τόπου διαμονής του ενδιαφερομένου και συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά: α. Ακριβές αντίγραφο ισχύοντος αλλοδαπού διαβατηρίου ή άλλου αποδεικτικού ταυτοπροσωπίας ... β. Έναν από τους αναφερόμενους στην περ. ε' του άρθρου 5 τίτλους νόμιμης διαμονής σε ισχύ. γ. Πιστοποιητικό επάρκειας γνώσεων για πολιτογράφηση (Π.Ε.Γ.Π.) ... δ. Πρωτότυπο πιστοποιητικό γέννησης νομίμως επικυρωμένο και επίσημα μεταφρασμένο ... ε. Εκκαθαριστικά σημειώματα ή πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου των οικονομικών ετών που αντιστοιχούν στα έτη προηγούμενης νόμιμης παραμονής στη χώρα, που απαιτούνται κατά περίπτωση, με βάση τα οποία να προκύπτει η φορολογική υποχρέωση του αιτούντος, ως κατοίκου της Ελλάδας. στ. Αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφάλισης (Α.Μ.Κ.Α.). ζ. Ηλεκτρονικό παράβολο ... η. Τα δικαιολογητικά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4735/2020 (Α' 197), με βάση τα οποία αποδεικνύονται τα οικονομικά και κοινωνικά τεκμήρια. 2. ... 3. Για τις αιτήσεις πολιτογράφησης, οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του ν. 4735/2020 (Α' 197), η κατά περίπτωση χρονική περίοδος, για την οποία διακριβώνεται η ύπαρξη κριτηρίων οικονομικής και κοινωνικής ένταξης του αιτούντος, είναι εκείνη πριν από τη λήψη του πιστοποιητικού επάρκειας γνώσεων για πολιτογράφηση (Π.Ε.Γ.Π.)» και στο άρθρο 38 «Προϋποθέσεις και διαδικασία πολιτογράφησης Αντικατάσταση των παρ. 6, 8 και 9 του άρθρου 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004)» του ίδιου ν. 4873/2021 ορίζεται ότι: «Οι παρ. 6, 8 και 9 του άρθρου 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004, Α' 217), αντικαθίστανται ως εξής: «6. Ο εισηγητής του φακέλου συντάσσει ενημερωτικό σημείωμα σχετικά με τη συνδρομή των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων πολιτογράφησης ... Σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς τη συνδρομή ή μη της οικονομικής και κοινωνικής ένταξης, ο αιτών καλείται σε συνέντευξη κατ' εφαρμογή της παρ. 7, προκειμένου να διαπιστωθεί με ακρίβεια ο βαθμός της οικονομικής και κοινωνικής του ένταξης στη Χώρα ... 8. ... 9. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλες τις αιτήσεις πολιτογράφησης που εκκρεμούν πριν από την έναρξη ισχύος του».

6. Επειδή, κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 5Α' του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του ν. 4735/2020, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών «Τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια» (Β' 1652/22.4.2021), στην οποία, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση των εδαφίων δ' και ε' της υποπαραγράφου 2 της παραγράφου Α' του άρθρου 1 από την υπ' αριθμ. 58050/4.8.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (Β' 3967/30.8.2021) και την κατάργηση του εδαφίου στ' της ίδιας ως άνω υποπαραγράφου από το άρθρο μόνο της υπ' αριθμ. 96289/27.12.2021 όμοιας απόφασης (Β' 6402/31.12.2021), ορίζονται τα εξής: «Στο πλαίσιο εξακρίβωσης της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την πολιτογράφηση που προβλέπονται στην περ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 5Α του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας παραθέτουμε τα ειδικότερα στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια ως ακολούθως: Άρθρο 1 ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ Α) Εισοδηματικά Κριτήρια 1. Προσδιορισμός της έννοιας του επαρκούς εισοδήματος και των πηγών προέλευσής του. α) Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας/ίδα πολίτης πρέπει να αποδεικνύει ότι διαθέτει ετήσιο εισόδημα που του εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας ... β) Η σταθερή και πολυετής εργασία του αλλοδαπού στη χώρα, όπως και η μακρόχρονη οικονομική του δραστηριότητα σε αυτή είναι στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη ισχυρού δεσμού του με την Ελλάδα. Το τακτικό εισόδημα που αποκτά στη χώρα προσωπικά ο ίδιος ο αλλοδαπός από οποιαδήποτε πηγή π.χ. μισθωτή εργασία, σύνταξη, ακίνητη περιουσία, επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, μερίσματα από εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο εταιρείες, αποδεικνύει τη βούλησή του για μόνιμη και συνεχή εγκατάσταση στη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας προς ιδιοκατοίκηση καθώς και η διατήρηση λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδας συνιστούν απόδειξη ότι η χώρα αποτελεί το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων. γ) Το ύψος του επαρκούς ετήσιου εισοδήματος συναρτάται με τις ετήσιες αποδοχές του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη της χώρας, όπως αυτές προσδιορίζονται με την εκάστοτε ισχύουσα υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζεται το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου. δ) Εφόσον ο αιτών έχει οικογένεια το απαιτούμενο εισόδημα προσαυξάνεται κατά 10% για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειάς του. Για τον προσδιορισμό του επαρκούς εισοδήματος του έγγαμου αλλοδαπού προσμετράται και το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα του ετέρου συζύγου. ε) Στο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα του αλλοδαπού που έχει πιστοποιηθεί με σωματική αναπηρία άνω του 67% δύνανται κατά παρέκκλιση να προσμετρηθούν πάσης φύσεως επιδόματα που τυχόν λαμβάνει από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Στην περίπτωση που είναι εξαρτώμενο μέλος οικογένειας κατά το άρθρο 11 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με τον ν. 4764/2020, το επαρκές εισόδημά του υπολογίζεται με βάση το ετήσιο δηλωθέν εισόδημα του φορολογούμενου προσώπου, από το οποίο εξαρτάται οικονομικά. 2. Προσδιορισμός των ετών με βάση τα οποία ο αιτών έχει υποχρέωση να δηλώνει το, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενο εισόδημα. Προκειμένου ο αλλοδαπός να έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης πολιτογράφησης πρέπει να διαμένει στην Ελλάδα, νόμιμα και μόνιμα πριν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης, κατά τα τρία (3), επτά (7) ή δώδεκα (12) έτη αναλόγως της κατηγορίας που ανήκει κατά τη διάταξη της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ), όπως ισχύει. Αυτό σημαίνει ότι ο αλλοδαπός χρειάζεται να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει επαρκές εισόδημα για κάθε έτος χωριστά κατά αναλογία με τα απαιτούμενα έτη προηγούμενης νόμιμης διαμονής του. Το καθοριζόμενο ως επαρκές εισόδημα απαιτείται να αποδεικνύεται με βάση την εξεταζόμενη κατά περίπτωση χρονική περίοδο ως εξής: Για όσους απαιτείται να συμπληρώνουν επτά έτη πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για πέντε (5) τουλάχιστον έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως. Για όσους απαιτείται να συμπληρώνουν δώδεκα έτη πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για επτά (7) τουλάχιστον έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως …». Εν συνεχεία, με βάση υπολογισμού το καθορισθέν, με την ανωτέρω υπουργική απόφαση, στοιχείο του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, προσδιορίστηκε, με την υπ' αριθμ. 81/4.2.2022 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας (παράρτημα), το «ελάχιστο επαρκές εισόδημα φορολογούμενου αλλοδαπού ανά έτος» και ανά κατηγορία φορολογούμενου με ή χωρίς εξαρτώμενα μέλη.

7. Επειδή, ο καθορισμός της ιθαγένειας εκάστου προσώπου, ήτοι ο νομικός δεσμός του προς την πολιτεία στην οποία ανήκει, συνιστά ζήτημα εξόχως σημαντικό για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον, καθόσον έχει άμεση επίπτωση στον καθορισμό της σύνθεσης του Λαού ως άμεσου οργάνου του Κράτους (εκλογικό σώμα) και, εντεύθεν, στην άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Το εν λόγω ζήτημα διέπεται κυριαρχικώς από την νομοθεσία του Κράτους, η οποία προσδιορίζει, κατ’ αρχήν, ελευθέρως, τόσο τους ουσιαστικούς όρους και τις προϋποθέσεις κτήσεως της ιθαγένειας, όσο και την σχετική διαδικασία (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ., 1067-1068/2015, 381/2012), ο δε εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται, κατ’ αρχήν, από το διεθνές δίκαιο κατά την ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων, ενώ, εξάλλου, ούτε στην κυρωθείσα με το ν.δ/γμα 53/1974 (Α' 256) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ., 1167/2010, 2798/2009). Ενόψει αυτών, ο εθνικός νομοθέτης έχει την δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ. σκ. 16, 460/2013 Ολομ. σκ. 6), χωρίς να κωλύεται από κάποια συνταγματική ή άλλη διάταξη να θεσπίσει, ως ελάχιστο όρο και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, την απόκτηση ορισμένου ύψους ετήσιου εισοδήματος, το οποίο θεωρεί ότι εξασφαλίζει στον αλλογενή αλλοδαπό ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας και, εν γένει, το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία. Ως εκ τούτου, ο δικαστής δεν έχει την εξουσία να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, οι οποίες, λόγω της σημασίας τους για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον και της ευθείας επίδρασης που έχουν στην διαμόρφωση της σύνθεσης του εκλογικού σώματος ως άμεσου οργάνου του Κράτους, είναι σε κάθε περίπτωση στενώς ερμηνευτέες, συνεκτιμώντας, για την απόδειξη της οικονομικής ένταξης του αλλοδαπού και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θεωρεί, κατά την κρίση του, ως πρόσφορο, πέραν των κριτηρίων που ρητώς καθορίζονται στις σχετικές διατάξεις. Στα πλαίσια αυτά, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις των ν. 4735/2020 και 4873/2021, με το άρθρο 3 του ν. 4735/2020 θεσπίστηκαν εκ νέου οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, που πρέπει να πληροί ο αλλογενής αλλοδαπός για να πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης. Ειδικότερα, η εξακρίβωση της γνώσης της ελληνικής ιστορίας, της γεωγραφίας, του πολιτισμού και των θεσμών του πολιτεύματος απέκτησε διακριτό χαρακτήρα και διαφοροποιήθηκε από την οικονομική και κοινωνική του ένταξη, η εξακρίβωση της οποίας έχει πλέον αυτοτελή χαρακτήρα. Εν συνεχεία, με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4873/2021 δόθηκε η δυνατότητα σε όσους είχαν υποβάλει αίτηση πολιτογράφησης πριν από την εφαρμογή του ν. 4735/2020, να αιτηθούν την χορήγηση ιθαγένειας με βάση την πραγματική οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, επικαιροποιώντας τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Εκτιμήθηκε, δηλαδή, από τον νομοθέτη, όπως αναφέρεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, ότι ήταν επιβεβλημένη η άμεση εφαρμογή των εν λόγω νέων ρυθμίσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στον τρόπο εξακρίβωσης της πραγματικής οικονομικής κατάστασης των αιτούντων αλλοδαπών με βάση νέα επικαιροποιημένα στοιχεία, ανεξαρτήτως του χρόνου υποβολής της αιτήσεώς τους. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, λαμβανομένου υπ’ όψιν του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι νέες ρυθμίσεις, συνιστάμενου στην διακρίβωση της πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια αλλοδαπών, η οποία μαρτυρεί αν εξασφαλίζεται σε αυτούς ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης, ώστε να μην επιβαρύνεται το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας από την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία και δοθέντος ότι δεν κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας, όπως προεκτέθηκε, η εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων και επί των ήδη εκκρεμών αιτήσεων, κατά τις ρητές διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του ν. 4873/2021, δεν προσκρούει στις γενικές αρχές του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εφόσον δε, περαιτέρω, οι ως άνω διαχρονικού δικαίου διατάξεις, τυγχάνουσες εφαρμογής σε όλες ανεξαιρέτως τις εκκρεμείς κατά την 1η.4.2021 αιτήσεις πολιτογραφήσεως, ερείδονται σε κριτήρια γενικά και αντικειμενικά, δεν αντίκεινται ούτε στην γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1894/2022 σκ. 20) και, συνεπώς, θεμιτώς, κατά το Σύνταγμα, προβλέφθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 5Α' του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς αιτήσεις, οι οποίες είχαν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4735/2020. Εξάλλου, με την εκδοθείσα κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 5Α' του ΚΕΙ, όπως ισχύει, υπ' αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, προσδιορίστηκαν, ως ειδικότερα θέματα, η έννοια του επαρκούς εισοδήματος, οι πηγές προέλευσής του, ο ακριβής αριθμός των ετών, για τα οποία ο αιτών υποχρεούται να δηλώνει επαρκές εισόδημα και καθορίστηκε το συνολικό ετήσιο εισόδημα που συνιστά, κατά την κρίση του εξουσιοδοτηθέντος κανονιστικού νομοθέτη, επαρκές κριτήριο οικονομικής ένταξης, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στην διαπίστωση του πραγματικού εισοδήματος, ως όρου απονομής της ελληνικής ιθαγένειας. Με την δομή του αυτή, το ανωτέρω τεκμαρτό σύστημα απόδειξης της ένταξης στην οικονομική ζωή της Χώρας, συναρτώμενο προς το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, στηρίζεται σε τεκμήρια, των οποίων η βάση και τα συμπεράσματα ανταποκρίνονται προς τα δεδομένα της κοινής πείρας, από την άποψη ιδίως του ύψους του απαιτούμενου εισοδήματος, το οποίο, κατά την κρίση του νομοθέτη, αντανακλά την ελάχιστη ετήσια δαπάνη διαβίωσης του αιτούντος αλλοδαπού και, ως εκ τούτου, αποτελεί μέθοδο ανεκτή από το Σύνταγμα, προς εξακρίβωση της πραγματικής επιβάρυνσης του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας και, εν γένει, του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας από την ενσωμάτωση των αλλογενών αλλοδαπών στην Χώρα και δεν προσκρούει, κατ’ αρχήν, στην αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 1296-1297/1991).

8. Επειδή, κατά την άποψη που πλειοψήφησε στο Δικαστήριο, στην περίπτωση, ειδικότερα, που ο νομοθέτης επιλέγει, στα πλαίσια της, κατ’ ευρεία ευχέρεια, ουσιαστικής του εκτίμησης των κριτηρίων απόδειξης της ένταξης των αλλοδαπών στην οικονομική ζωή της Χώρας, την θέσπιση ενός ελάχιστου ύψους κατώτατου εισοδήματος ως προϋπόθεση για την απόκτηση ιθαγένειας, οφείλει να λαμβάνει, περαιτέρω, υπόψη, όχι μόνο τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο του υγιούς υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, αλλά και την αντικειμενική διαφορά που υφίσταται μεταξύ των υγιών εργαζομένων και των αναπήρων όσον αφορά την δυνατότητά τους να εργαστούν και, κατ’ επέκταση, να διαμορφώσουν το ύψος του εισοδήματος που δύνανται να αποκομίσουν, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο εκ των προτέρων αποκλεισμός από την δυνατότητα κτήσης ιθαγένειας των αλλοδαπών εκείνων, που έχουν κριθεί από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές ως ανάπηροι και για τους οποίους έχει, συνεπώς, διαπιστωθεί αρμοδίως ότι έχει μειωθεί η ικανότητά τους να εργάζονται. Και τούτο, διότι ο αποκλεισμός μιας κατηγορίας αλλοδαπών από την δυνατότητα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω σωματικής αδυναμίας, όπως η αναπηρία, συνιστά έμμεση διάκριση, η οποία αντίκειται στην αρχή της αξίας του ανθρώπου, κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι συναρτά την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με την καλή φυσική κατάσταση και ακεραιότητα και την σωματική ικανότητα για εργασία και όχι με την πραγματική ενσωμάτωση των αιτούντων αλλοδαπών στην οικονομική ζωή της Χώρας. Ενόψει αυτών, ο νομοθέτης οφείλει να θεσπίσει ως προϋπόθεση ελάχιστο ύψος εισοδήματος διαφορετικό για υγιείς και ανάπηρους αλλοδαπούς, σε συνάρτηση με την, κατά την κοινή πείρα, διαφορά ανάμεσα στο ύψος του εισοδήματος που αποκτάται από τις εν λόγω δύο κατηγορίες. Τέτοια δε νόμιμη ρύθμιση δεν εισάγεται με την υπ’ αριθμ. 81/2022 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών, με την οποία προβλέφθηκε (σελ. 7) ότι: «Στο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα του αλλοδαπού που έχει πιστοποιηθεί με αναπηρία άνω του 67% προβλέπεται κατά παρέκκλιση να προσμετρώνται για τον υπολογισμό του επαρκούς εισοδήματος τα πάσης φύσεως επιδόματα που τυχόν λαμβάνει από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Για αυτή την κατηγορία προσώπων λαμβανομένου υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών που αντιμετωπίζουν που δυσχεραίνουν την ένταξή τους στην αγορά εργασίας, το απαιτούμενο επαρκές εισόδημα για όλα τα φορολογικά έτη προσδιορίζεται στο ποσό των 5.500 ευρώ». Και τούτο, διότι η εν λόγω εγκύκλιος, κατά το μέρος αυτό, εκφεύγει των ορίων της απλής ερμηνευτικής εγκυκλίου που εκδίδεται προς διευκρίνηση των διατάξεων των άρθρων 36-39 του ν. 4873/2021, καθόσον υπερβαίνει τον ερμηνευτικό της χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ 3429/2015), θέτοντας αυτοτελή κανόνα δικαίου περί μειωμένου εισοδήματος, ύψους 5.500 ευρώ, για τους πιστοποιημένους με αναπηρία αλλοδαπούς, χωρίς να περιλαμβάνεται τέτοια διάκριση στην προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 5Α' του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του ν. 4735/2020. Ενόψει των ανωτέρω, η απαίτηση, στην προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, από τους ανάπηρους αλλοδαπούς αποκόμισης εισοδήματος στο ίδιο ύψος με τους υγιείς συνιστά έμμεση διάκριση, η οποία υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, άγοντας στον εκ των προτέρων αποκλεισμό τους λόγω φυσικής αδυναμίας και, ως εκ τούτου, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, κατά παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος. Αν και κατά την άποψη της Προεδρεύουσας Αλεξάνδρας Μπαρλά, Εφέτη Δ.Δ., η απαίτηση, με την υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, απόκτησης από τους αλλοδαπούς (υγιείς ή πιστοποιημένα ανάπηρους) του ίδιου ποσού εισοδήματος που αντιστοιχεί στις κατώτατες ετήσιες αποδοχές του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη της Χώρας, δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική ή άλλης υπερνομοθετικής ισχύος, διάταξη, καθόσον αφενός, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 7, ο εθνικός νομοθέτης έχει την δυνατότητα να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο χωρίς να κωλύεται να θεσπίσει, ως ελάχιστο όρο και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, την απόκτηση ορισμένου ύψους ετήσιου εισοδήματος, το οποίο θεωρεί ότι εξασφαλίζει στον αλλογενή αλλοδαπό ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας και, εν γένει, το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, αφετέρου για τον υπολογισμό του απαιτούμενου, από τον αλλοδαπό, κατώτατου ετήσιου εισοδήματος για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, με την ανωτέρω κανονιστική απόφαση δεν λαμβάνεται υπόψη μόνο το εισόδημα από μισθωτή εργασία ή τη σύνταξη, αλλά το συνολικό τακτικό εισόδημα που αποκτά στη Χώρα προσωπικά ο ίδιος ο αλλοδαπός και από οποιαδήποτε άλλη πηγή, π.χ. ακίνητη περιουσία, επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, μερίσματα κ.λπ. -και το οποίο δεν συναρτάται ούτε με την καλή φυσική κατάσταση, ούτε με την σωματική ικανότητα για εργασία για δε τους αναπήρους προβλέπεται ειδικά ότι στο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα του αλλοδαπού που έχει πιστοποιηθεί με σωματική αναπηρία άνω του 67% δύνανται κατά παρέκκλιση να προσμετρηθούν τα πάσης φύσεως επιδόματα που τυχόν λαμβάνει από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.

9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών, γεννηθείς στις 7.11.1956 στην Αλβανία, υπέβαλε την από 13.3.2018 αίτηση, με την οποία ζήτησε την πολιτογράφησή του. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ......../7.11.2022 απόφαση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ιθαγένειας Κεντρικού Τομέα και Δυτικής Αττικής του Υπουργείου Εσωτερικών, με την αιτιολογία ότι από τα κατατεθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα των απαιτούμενων ετών 2016-2020 προκύπτει ότι για τα έτη 2018, 2019 και 2020 δεν διαθέτει το επαρκές εισόδημα, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί βάσει της υπ' αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών «Τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια» (Β' 1652), όπως τροποποιήθηκε από την υπ' αριθ. 58050/4.8.2021 όμοια απόφαση (Β' 3967), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5Α' παρ. 2 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ, ν. 3284/2004, Α' 217). Ειδικότερα, το συνολικό εισόδημα του αιτούντος ανήλθε σε 10.219 ευρώ για το έτος 2016, σε 8.464,16 ευρώ για το έτος 2017, σε 5.273,40 ευρώ για το έτος 2018, σε 5.172,90 ευρώ για το έτος 2019 και σε 4.823,40 ευρώ για το έτος 2020, με κατώτατο όριο για φορολογούμενο με ένα εξαρτώμενο μέλος, όπως ο αιτών, τα 7.150 ευρώ για τα έτη 2016-2018 και τα 8.250 ευρώ για τα έτη 2019-2020.

10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αναπτύσσεται με το επ’ αυτής υπόμνημα, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση πολιτογραφήσεώς του λόγω μη συνδρομής εισοδηματικών κριτηρίων, είναι μη νόμιμη, διότι αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, ο αιτών αναφέρει ότι το έτος 1996 αναγκάστηκε, λόγω δυσμενών πολιτικών και οικονομικών συνθηκών στην χώρα του, να μετακομίσει στην Ελλάδα με την σύζυγο και τις δύο ανήλικες θυγατέρες τους, εργαζόμενος ως ψυκτικός στην εταιρεία «.......» στην Άνω Γλυφάδα από το 2001 έως το 2008, οπότε εισήχθη στο Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά «Μεταξά», όπου διαγνώστηκε με καρκίνο της ουροδόχου κύστεως και στις 5.5.2008 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Κατόπιν αξιολόγησής του από την αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή, εκδόθηκε, αρχικώς, η υπ’ αριθμ. ..../26.5.2009 γνωμάτευση, η οποία του προσέδωσε ποσοστό αναπηρίας 80%, δυνάμει της οποίας έλαβε σύνταξη βαριάς αναπηρίας με την υπ’ αριθμ. ......../17.11.2009 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ιλίου – Αγίων Αναργύρων και, τελικώς, η υπ’ αριθμ. .../28.1.2011 γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής, με την οποία κρίθηκε ανάπηρος σε ποσοστό 67%. Κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων χορήγησης σύνταξης ανά διετία, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ......../19.4.2017 απόφαση της Προϊσταμένης της Γ’ Διεύθυνσης Επικουρικής Ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), με την οποία αποφασίστηκε η παράταση της συνταξιοδότησής του λόγω αναπηρίας σε ποσοστό 67% από κοινή νόσο, από την 1.11.2016 και για αόριστο χρόνο, με αποτέλεσμα τα εισοδήματά του να προέρχονται πλέον μόνο από σύνταξη αναπηρίας και προνοιακά επιδόματα. Ενόψει των ανωτέρω, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η απόρριψη του αιτήματός του να λάβει την ελληνική ιθαγένεια υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο προς εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, δεδομένου ότι έχει κριθεί από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές ότι δεν μπορεί να κερδίζει περισσότερο από το 1/3 του ποσού που συνήθως αποκομίζει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος και, επομένως, δεν είναι δυνατό να αξιώνεται από αυτόν να εργάζεται και να κερδίζει τον κατώτατο μισθό ενός υγιούς αμειβόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, αφού εκ του νόμου τεκμαίρεται ότι δεν μπορεί να αποκομίσει τον μισθό αυτό, με αποτέλεσμα τον ισόβιο αποκλεισμό του από την δυνατότητα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω των προβλημάτων υγείας του.

11. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην σκέψη 8, κατά την άποψη που πλειοψήφησε στο Δικαστήριο, η απαίτηση με την υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ως προϋπόθεση για την χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας, απόκτησης του εισοδήματος που προβλέπεται για τους υγιείς εργαζόμενους στο ίδιο ύψος και για τους αλλοδαπούς που έχουν κριθεί από τους αρμόδιους φορείς ως ανάπηροι, λαμβάνοντας σύνταξη αναπηρίας από φορέα κοινωνικής ασφάλισης σε ποσό καθορισμένο από τον νόμο, χωρίς να έχουν την δυνατότητα να επέμβουν στον καθορισμό αυτό ή να εργαστούν για να αυξήσουν τις αποδοχές τους, συνιστά έμμεση διάκριση λόγω σωματικής αδυναμίας, η οποία αντίκειται στην αρχή της αξίας του ανθρώπου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι συναρτά την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με την καλή φυσική κατάσταση και ακεραιότητα και την σωματική ικανότητα για εργασία και όχι με την πραγματική ενσωμάτωση των αιτούντων αλλοδαπών στην οικονομική ζωή της Χώρας. Ενόψει αυτών, η εν λόγω ρύθμιση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο που δικαιολογεί την ομοιόμορφη απαίτηση των εισοδηματικών κριτηρίων στο ίδιο ύψος και για τους αλλοδαπούς, για τους οποίους έχει πιστοποιηθεί από τον αρμόδιο υγειονομικό φορέα ότι δεν μπορούν να κερδίζουν το ίδιο ποσό με τους αντίστοιχους υγιείς εργαζόμενους, διότι άγει στον εκ των προτέρων αποκλεισμό τους από την δυνατότητα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω της σωματικής τους αδυναμίας, κατά παράβαση της, κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος, αρχής της αναλογικότητας. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προαναφερόμενη υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που παρέλειψε να θεσπίσει διάκριση ως προς το ύψος των εισοδηματικών κριτηρίων μεταξύ υγιών και ανάπηρων αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια αλλοδαπών, είναι κατά παρεμπίπτουσα κρίση του Δικαστηρίου μη νόμιμη και, για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία απέρριψε την αίτηση πολιτογραφήσεως του αιτούντος λόγω μη επαρκούς εισοδήματος, ερειδόμενη στην απόφαση αυτή, παρίσταται, ομοίως, μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί. Αν και κατά την μειοψηφήσασα άποψη της Προεδρεύουσας, η προαναφερόμενη υπουργική απόφαση είναι, βάσει όσων εκτέθηκαν στην σκέψη 8 της παρούσας κατά την ίδια άποψη, νόμιμη και κατά συνέπεια και η ερειδόμενη στην ανωτέρω υπουργική απόφαση προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι ακυρωτέα, ο δε ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος του αιτούντος ότι δεν μπορεί να κερδίζει περισσότερο από το 1/3 του ποσού που συνήθως αποκομίζει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία σωματικά υγιής άνθρωπος και, επομένως, δεν είναι δυνατό να αξιώνεται από αυτόν να εργάζεται και να κερδίζει τον κατώτατο μισθό ενός υγιούς αμειβόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, ερείδεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι μόνο το εισόδημα από μισθωτή εργασία ή σύνταξη λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του κατώτατου ποσού εισοδήματος που πρέπει κατ’ έτος, να αποκτά ο αλλοδαπός για να λάβει την ελληνική ιθαγένεια, ενώ, όπως προεκτέθηκε, με την ανωτέρω κανονιστική απόφαση δεν λαμβάνεται υπόψη μόνο το εισόδημα από μισθωτή εργασία ή σύνταξη, αλλά το συνολικό τακτικό εισόδημα που αποκτά στη Χώρα προσωπικά ο ίδιος ο αλλοδαπός και από οποιαδήποτε άλλη πηγή, π.χ. ακίνητη περιουσία, επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, μερίσματα κ.λπ. Περαιτέρω, ειδικά για τους αναπήρους προβλέπεται ότι στο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα του αλλοδαπού που έχει πιστοποιηθεί με σωματική αναπηρία άνω του 67% δύνανται κατά παρέκκλιση να προσμετρηθούν πάσης φύσεως επιδόματα που τυχόν λαμβάνει από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Άλλωστε, από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος που ο αιτών προσκόμισε στη Διοίκηση και τα οποία λήφθηκαν υπόψη από αυτήν, το συνολικό εισόδημα των ετών 2016 και 2017 (κατά τα οποία έφερε πιστοποιημένα αναπηρία 67%) που ο ίδιος δήλωσε ανήλθε σε 10.219 ευρώ για το έτος 2016 και σε 8.464,16 ευρώ για το έτος 2017 και υπερέβαινε το απαιτούμενο ετήσιο ποσό του κατώτατων αποδοχών του αμειβόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη στη Χώρα, ανερχόμενο σε 7.150 ευρώ (βλ. σκέψη 9).

12. Επειδή, κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να επιστραφεί στον αιτούντα το καταβληθέν παράβολο, κατ’ άρθρο 36 παρ. 4 εδάφ. α’ του π.δ/τος 18/1989. Τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην επιβληθούν σε βάρος του Δημοσίου δικαστικά έξοδα, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδάφ. ε’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97), που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 περ. στ’ του ν. 702/1977 (Α’ 268).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την αίτηση ακυρώσεως.

Ακυρώνει την υπ' αριθμ. ......../7.11.2022 απόφαση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ιθαγένειας Κεντρικού Τομέα και Δυτικής Αττικής του Υπουργείου Εσωτερικών.

Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου στον αιτούντα.

Απαλλάσσει το Δημόσιο από την καταβολή των δικαστικών εξόδων.

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 14.12.2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18.1.2024.

 

 Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΡΛΑ   ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΤΣΑΠΑΚΙΔΟΥ