ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ 105/2024

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: Της εταιρίας με την επωνυμία ………. που εδρεύει στον Πειραιά στην οδό ……., με Α.Φ.Μ. …….. η οποία εκπροσωπείται νόμιμα για την οποία παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της Αναστάσιος Ριζογιάννης μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Τσουκαλά του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ……

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ: …….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Θεοδωροπούλου του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. …….. που παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 Κ.ΠολΔικ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιά την από 2-7-2020 αγωγή του με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……./2020 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 22-9-2022 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 και 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ) και εκδόθηκε η με αριθ. 877/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την με αριθ. εκθ. καταθ. …../2023 έφεσή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………/2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η εκκαλούσα παραστάθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου μετά του νόμιμου εκπροσώπου της Αναστασίου Ριζογιάννη και του πληρεξουσίου δικηγόρου της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις της ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις της και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……../2023 έφεση κατά της με αριθμό 877/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./2020 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσης. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 20-3-2023 ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 26-5-2023 (βλ την με αριθμό ……./2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά) καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ, πλην όμως αυτό καταβλήθηκε από την εκκαλούσα όπως άλλωστε προκύπτει από το με αριθμό ……….. e-παράβολο και προσκομίστηκε η από 25-5-2023 απόδειξη πληρωμής του από την Τράπεζα EUROBANK, πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την από με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………./2020 αγωγής ο ενάγων εκθέτει ότι είναι Αλβανός πολίτης κάτοχος άδειας διαμονής και παροχής εργασίας στην Ελλάδα καθώς επίσης ότι είναι διπλωματούχος ηλεκτροσυγκολλητής. Ότι δυνάμει της από 5-9-2005 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε στην Ελευσίνα με την εναγόμενη εταιρία της οποίας η έδρα βρίσκεται στον Πειραιά, προσλήφθηκε για να παρέχει την εργασία του, με αντικείμενο την κατασκευή μεταλλικών επίπλων. Ότι παρείχε αδιαλείπτως την εργασία του έως τις 6-4-2020, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του χωρίς να του καταβάλλει την νόμιμη αποζημίωση του και γ’ αυτό τον λόγο η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη. Ότι αυτός ζήτησε από την εναγόμενη να τον επαναφέρει στην άσκηση των καθηκόντων του και εκείνη αρνήθηκε. Ότι εξαιτίας της κατά τα ανωτέρω άκυρης απόλυσης του, δικαιούται τους μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής ποσού 3.306,75 Ε, ενόψει του ότι το μικτό ημερομίσθιο ανερχόταν στο ποσό των 44,09 Ε. Ότι η απόλυση του πραγματοποιήθηκε επειδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης είναι εμπαθής και εκδικητικός προς αυτόν διότι αυτός έχει προσφύγει σε βάρος της εναγόμενης δύο φορές αιτούμενες δεδουλευμένες και μη εξοφληθείσες αποδοχές του διότι αυτός διεκδίκησε την τακτοποίηση των ασφαλιστικών του εισφορών. Ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά της εναγόμενης αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών συνιστώντας αδικοπραξία με αποτέλεσμα να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζητεί και όπως τα αγωγικά αιτήματα περιορίστηκαν από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του (άρθρα 223 εδ.β,295 παρ.1 εδ.β, 297 ΚΠΟΛΔ) ζητεί να ακυρωθεί η από 3-4-2020 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλλει ως μισθούς υπερημερίας του το ποσό των 3.306,75 που αντιστοιχεί στους μισθούς του μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2020, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλλει το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης. Τέλος ζητεί την καταδίκη της εναγόμενης στην δικαστική της δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών την έκρινε εν μέρει νόμιμη και την έκανε εν μέρει δεκτή, απορρίπτοντας την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, αναγνωρίζοντας ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.306,75 ευρώ ως μισθούς υπερημερίας μηνών Απριλίου, Μάϊου και Ιουνίου 2020, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. ……../2023 έφεση της παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για τον περιεχόμενο στην ανωτέρω έφεση της λόγο ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να γίνει δεκτή η ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής και να απορριφθεί εν όλων η ένδικη αγωγή.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την χωρίς όρκο κατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, οι οποίες περιέχονται στα από 10-2-2022 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, την με αριθμό …../15/2/2022 ένορκη βεβαίωση μίας μάρτυρα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά η οποία λήφθηκε προς αντίκρουση των ισχυρισμών του ενάγοντα, νόμιμα καθόσον κλήθηκε όπως παραστεί κατά την λήψη της ο ενάγων με προφορική δήλωση του δικηγόρου της εναγόμενης με καταχώριση στα πρακτικά της από 10-2-2022 δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις με αριθμό …………/27/9/2023 ένορκες βεβαιώσεις πέντε μαρτύρων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν νόμιμα κατ’ άρθρο 421,422 ΚΠΟΛΔ καθόσον κλήθηκε ο ενάγων όπως παραστεί κατά την λήψη τους (βλ. την με αριθμό ……. Β΄/22/9/2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………) και νόμιμα προσκομίζονται ως νέα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 529 ΚΠΟΛΔ, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων είναι Αλβανός υπήκοος, γεννήθηκε το έτος 1960 στην Αλβανία και είναι κάτοχος νόμιμης άδειας διαμονής και εργασίας στην Ελλάδα, είχε προσληφθεί στην εναγόμενη η οποία είναι μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα σήμερα τον Πειραιά, με αντικείμενο τις μεταλλικές κατασκευές, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου η οποία καταρτίστηκε στην προηγούμενη έδρα της εναγόμενης στην Ελευσίνα, με την ειδικότητα του διπλωματούχου ηλεκτροσυγκολλητή. Διαρκούντος της εργασιακής τους σχέσης δημιουργούνταν προβλήματα που είχαν να κάνουν με την καθυστέρηση στην καταβολή των μισθών του ενάγοντος, τα οποία ξεπερνιούνταν με την απειλή προσφυγής του ενάγοντος στα δικαστήρια. Όμως από το έτος 2.017 εντάθηκαν οι καθυστερήσεις από την πλευρά της εναγόμενης στην καταβολή των δεδουλευμένων μισθών του προσωπικού της συμπεριλαμβανόμενου και του ενάγοντα όπως και των ασφαλιστικών του εισφορών αντίστοιχα. Για τον λόγο αυτό ο ενάγων είχε προσφύγει από τον Απρίλιο του 2.018 στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας πλην όμως οι καθυστερήσεις συνεχίστηκαν. Έτσι ο ενάγων άσκησε στο Ειρηνοδικείο Πειραιά, δύο αγωγές κατά της εναγόμενης και κατά του νόμιμου εκπροσώπου αυτής ………. και δη την από 1-2-2019 και την από 1-4-2019 με αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου αγωγής …/10/2019 και …./43/2019 αντίστοιχα. Με την πρώτη εξ’ αυτών ζητούσε το ποσό των 7.200 ευρώ(εκ παραδρομής είχε αναγραφεί 7.250 ευρώ) αναλυόμενο στις αποδοχές μηνών Οκτωβρίου 2018Δεκεμβρίου2018Ιανουαρίου 2019 (4*1.000)+ δώρο Χριστουγέννων (1.000 ευρώ) καθώς επίσης και υπόλοιπα αποδοχών ήτοι 50 ευρώ μηνός Απριλίου 2018, 200 ευρώ μηνός Μαϊου 2018,600 ευρώ Ιουνίου 2018, 150 ευρώ Ιουλίου 2018, 200 ευρώ Σεπτεμβρίου 2018, και 1.000 ευρώ λόγω μη καταβολής την 1-8-2018 των αποδοχών άδειας 2.1018. Με την δεύτερη αγωγή του ο ενάγων ζήτησε το ανεξόφλητο υπόλοιπο των αποδοχών του μηνός Ιουνίου 2.017 ποσού 320 ευρώ, το ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών του μηνός Ιουλίου 2.017 ποσού 150 ευρώ, το ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών έτους 2.017 ποσού 170 ευρώ, το ποσό των 1.790 ευρώ λόγω μη εξόφλησης των αποδοχών άδειας και επιδόματος αδείας έτους 2.017, το ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών Σεπτεμβρίου 2.017 ποσού 550 ευρώ, το ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών Οκτωβρίου 2.017 ποσού 535 ευρώ, το ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών μηνός Νοεμβρίου 2017 ποσού 650 ευρώ, το ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2017 ποσού 230 ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω αιτίες ποσό 4.395 ευρώ. Για το έτος 2.018 ζήτησε το ποσό των 500 ευρώ λόγω μη εξόφλησης των δεδουλευμένων μισθών του μηνός Ιανουαρίου 2.018, το ποσό των 550 ευρώ για οφειλόμενους μισθούς Φεβρουαρίου 2.018, ποσό 150 ευρώ για οφειλόμενους μισθούς Απριλίου 2.018, καθώς επίσης και ποσό 624 ευρώ για ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών άδειας έτους 2.018. Σύνολο για τις αιτίες αυτές το ποσό των 1.824 ευρώ και συνολικά αιτούμενο με την παραπάνω αγωγή το ποσό των 6.219 ευρώ. Όμως οι ανωτέρω αγωγές δεν συζητήθηκαν διότι οι διάδικοι κατάρτισαν το από 28-2-2020 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής. Βάση του παραπάνω συμφωνητικού οι διάδικοι συνομολόγησαν και αποδέχτηκαν ότι λόγω των σταδιακών καταβολών που πραγματοποίησε η εναγόμενη προς τον ενάγοντα το συνολικά οφειλόμενο ποσό το χρόνο εκείνο ήταν 2.100 ευρώ το οποίο αναγνώρισε η εναγόμενη και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ότι οφείλουν και ανέλαβαν την υποχρέωση, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλλουν στον ενάγοντα το αργότερο την 31-5-2020. Επίσης συμφωνήθηκε ότι η συζήτηση των ανωτέρω αγωγών θα ματαιωθεί όπως ότι τα μέρη παραιτούνται από κάθε δικαίωμα αμφισβήτησης ή διάρρηξης του συμφωνητικού αυτού, όπως επίσης ότι με την καταβολή του προαναφερόμενου ποσού, δεν έχουν καμία άλλη απαίτηση εκατέρωθεν και για οιανδήποτε αιτία. Ο ενάγων μετά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού στις 3-3-2020 εμφανίστηκε για να εργαστεί στην νέα διεύθυνση της εναγόμενης στον Πειραιά πριν από τις 7.30 πλην όμως η εναγόμενη αρνήθηκε να αποδεχτεί την εργασία του. Ο ενάγων ειδοποίησε στις 7.29 την Αστυνομία και πράγματι στις 8.00 μετέβησαν οι αστυνομικοί του Α.Τ. δημοτικού Θεάτρου όπου και αποχώρησαν αφού πρώτα υπέδειξαν στον ενάγοντα και στον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης τα νόμιμα. Στις 13-3-2020 η εναγόμενη απέστειλε στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωση με την επιφύλαξη των νόμιμων δικαιωμάτων της. Εκεί η εναγόμενη υποστήριξε ότι ο ενάγων απουσιάζει αδικαιολόγητα από την εργασία του με την ολοκλήρωση της αναρρωτικής του άδειας το τέλος του Δεκεμβρίου 2.019, μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου 2020, όταν της δήλωσε ότι αποχωρεί από την εργασία του για να επιστρέψει στην πατρίδα του και ότι τις επόμενες εργάσιμες ημέρες θα ερχόταν από το γραφείο της για να υπογράψει την τυπική του αποχώρηση και ότι εκ του λόγου αυτού καταρτίστηκε το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Στο ίδιο εξώδικο η εναγόμενη δήλωσε στον ενάγοντα ότι τον θεωρεί παραιτηθέντα και αποχωρήσαντα από την εργασία του και ότι με την επάνοδο του στην εργασία του υπαναχώρησε από την απόφαση του αυτή. Ο ενάγων στις 4-5-2020 έστειλε στην εναγόμενη την από 4-5-2020 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση-διαμαρτυρία με επιφύλαξη δικαιωμάτων όπου μεταξύ άλλων της δηλώνει ότι ουδέποτε απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία του, ούτε ότι της δήλωσε ότι συντρέχει λόγος για να παραιτηθεί καθόσον δεν συντρέχει λόγος προς τούτο. Ακόμη αναφέρει ότι στις 3-3-2020 προσήλθε το πρωί για να αναλάβει εργασία κατόπιν προφορικής συμφωνίας με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης μετά το πέρας των αναρρωτικών αδειών που αυτός είχε λάβει. Το γεγονός ότι αυτός καθυστέρησε να απαντήσει στην εναγόμενη οφείλεται στο ότι ο Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Αθηνών-Πειραιώς-Δωδεκανήσου-Λαμίας-Βορείου Αιγαίου και Εύβοιας είχαν αποφασίσει αναστολή καθηκόντων των μελών τους από την 17-3-2020 ενώ επανήλθαν στα καθήκοντά τους στις 4-5-2023. Μετέπειτα ο ενάγων προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και συντάχτηκε δε το με αριθμό …….. δελτίο εργατικής διαφοράς. Σύμφωνα με αυτό η συζήτηση της παραπάνω προσφυγής πραγματοποιήθηκε στις 20-5-2020, ο ενάγων προσήλθε μαζί με την πληρεξούσια δικηγόρο του ……….., η υπηρεσία ζήτησε από την εναγόμενη την υποβολή υπομνήματος για όλα τα θέματα που αναφέρονται στο αίτημα του ενάγοντος χωρίς να προκύπτει ότι αυτή ανταποκρίθηκε. Αποτυπώθηκε στο δελτίο αυτό τα παρακάτω: Από το 2.005 έως και σήμερα απασχολούνταν με την ιδιότητα του ηλεκτροσυγκολλητή προσκομίζοντας και την σχετική άδεια ενώ δηλωνόταν ως απλός εργάτης. Οφείλονται αποδοχές σύμφωνα με το ιδιωτικό συμφωνητικό που έχει υπογραφεί από τα δύο μέρη το οποίο και δεν τηρήθηκε, καθώς και τα επιδόματα αδείας ετών 2.018-2019, επιδόματα ασθενείας ως διαφορά από την επιδότηση του ασφαλιστικού φορέα από τον Φεβρουάριο του 2.019 έως τον Δεκέμβριο του 2.019. Προσβάλλομε την απόλυση ως άκυρη λόγω της μη καταβολής αποζημίωσης, ενώ από υπαιτιότητα του εργοδότη δεν έλαβε την επιδότηση των 800 ευρώ, ενώ είχε την δυνατότητα να τον δηλώσει, όπως έκανε με το λοιπό προσωπικό της επιχείρησης. Επίσης αξιώνομε μισθούς υπερημερίας από τον Ιανουάριο του 2020 έως σήμερα λόγω της ακυρότητας της απόλυσης. Έχει ήδη κατατεθεί αγωγή με ημερομηνία συζήτησης 14-2-2020 η οποία ματαιώθηκε λόγω του ότι συντάχτηκε ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο δεν τηρήθηκε. Επιφυλασσόμαστε για κάθε νόμιμο δικαίωμα μας. Στο μεταξύ ο ενάγων επανήλθε με νέα αίτηση του προς το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιά στις 19-2-2021 για την διενέργεια εργατικής διαφοράς η συζήτηση της ορίστηκε για τις 16-3-2021. Εκεί ο ενάγων ανέφερε ότι δεν έχει λάβει μισθούς για το 2.019 και στην φορολογική του δήλωση αναφέρεται το ποσό των 1.785,82 ευρώ ως ποσό που δεν έχει λάβει. Ακόμη στο από 28-2-2020 ιδιωτικό συμφωνητικό γίνεται σαφής αναφορά ότι οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν καμία άλλη απαίτηση με την καταβολή του ποσού των 2.100 ευρώ από καμία αιτία. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ήταν πράγματι εργαζόμενος της εναγόμενης μέχρι και τις 3-3-2020 που εμφανίστηκε στην νέα διεύθυνση της εναγόμενης για να εργαστεί. Αυτό διότι ακόμη και χωρίς να παρουσιάζεται για να εργαστεί ισχυριζόμενος είτε ότι βρίσκεται σε ανανεωμένες αναρρωτικές άδειες, είτε ότι ασκεί νόμιμο δικαίωμα επίσχεσης για το οποίο ήταν ενήμερη η εναγόμενη από τις 26-2-2019 καθόσον τότε έλαβε επίδοση της από 26-2-2019 εξώδικης δήλωσης πρόσκλησης-διαμαρτυρίας μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων του ενάγοντος προς την εναγόμενη η επιχείρηση δεν προέβη σε καμία καταγγελία της εργασιακής του σχέσης ανεχόμενη την απουσία του. Γεγονός είναι ότι αν η εναγόμενη πραγματικά ήθελε την παρουσία του ενάγοντος στην εργασία της τον χρόνο της απουσίας του θα μπορούσε να αποστείλει σ’ αυτόν εξώδικη δήλωση με την οποία να τον καλεί να επιστρέψει στα καθήκοντα του, τάσσοντας του προθεσμία προς αυτό και γνωστοποιώντας του ότι σε διαφορετική περίπτωση η σύμβαση εργασίας του θα λυθεί με υπαιτιότητα του, πλην όμως δεν προσκομίστηκε από την εναγόμενη σχετικό έγγραφο που να επιβεβαιώνει ότι η εναγόμενη είχε προβεί στην σχετική ενέργεια. Επομένως η εναγόμενη ανεχόμενη την απουσία του ενάγοντος από την εργασία του, για όλο το διάστημα της απουσίας του, ήθελε τον ενάγοντα στην εργασία της διότι δεν αντέδρασε στην μακρόχρονη απουσία αυτού από την εργασία του. Καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης λόγω της αδικαιολόγητης απουσίας του από την εργασία του από το τέλη του 2018 έγινε από την εναγόμενη μόλις στις 9-4-2020 χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης την οποία αυτός δικαιούται και συνεπώς η καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης είναι άκυρη. Σε κάθε περίπτωση η εναγόμενη μετά την εμφάνιση του ενάγοντος προς εργασία στην νέα της διεύθυνση στις 3-3-2020 και την άρνηση της να δεχθεί την εργασία του την ίδια ημερομηνία αλλά και μετέπειτα αυτή προβαίνει σε καταγγελία της εργασιακής του σχέσης στις 9-4-2020 καθόσον αυτή διατηρεί τον ενάγοντα στην εργασιακή του σχέση μέχρι τότε. Επιπρόσθετα η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι με την υπογραφή του από 28-2-2020 ιδιωτικού συμφωνητικού που αφορούσε την ρύθμιση των οφειλών της προς τον ενάγοντα συμφωνήθηκε προφορικά ότι ο ενάγων θα αποχωρήσει οικειοθελώς από την εναγόμενη, γεγονός που ο ίδιος δεν τήρησε. Όμως αυτό αντικρούει τους κανόνες των χρηστών συναλλακτικών ηθών σύμφωνα με τα οποία όλες οι συμφωνίες μεταξύ των μερών για να είναι δεσμευτικές μεταξύ τους περιβάλλονται έγγραφο τύπο, άλλωστε δε η ίδια θα μπορούσε εύκολα να προσθέσει και αυτόν τον όρο μεταξύ των λοιπών αναγραφομένων στο προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό προκειμένου να κατοχυρώσει και να αποδεικνύει ευκολότερα τα δικαιώματα της σε περίπτωση κακοπιστίας του εναγόμενου. Το γεγονός ότι στο από 28-2-2020 ιδιωτικό συμφωνητικό γίνεται σαφής αναφορά ότι οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν καμία άλλη απαίτηση με την καταβολή του ποσού των 2.100 ευρώ από καμία αιτία αφορά τος μεταξύ τους οικονομικές απαιτήσεις και δεν σημαίνει ότι ο ενάγων αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία του. Άλλωστε ο ενάγων ηλικίας τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του 60 ετών σε συνάρτηση με το πρόβλημα υγείας του στο ένα μάτι του που ήταν δυσλειτουργικό με ποσοστό όρασης μόλις 2%, άφηναν ελάχιστες πιθανότητες για εξεύρεση εργασίας που σημαίνει ότι ο ίδιος ήθελε να εργάζεται στην επιχείρηση της εναγόμενης. Μετά ταύτα οφείλονται στον ενάγοντα μισθοί υπερημερίας διότι η εναγόμενη δεν αποδέχτηκε την προσφορά εργασίας του ενάγοντος τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο 2020 συνολικού ποσού 3.306,75 ευρώ (1.102,25 ευρώ μηνιαίος μισθός* 3 μήνες) με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους μισθός ήταν απαιτητός.

Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής ορθά έκρινε τα πραγματικά περιστατικά και ορθά εφάρμοσε τον νόμο. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης που συνίστανται στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του με αριθμό ………. e-παράβολου στην εκκαλούσα καθόσον ως προελέχθη ανωτέρω καταβλήθηκε χωρίς να απαιτείται καταβολή νόμιμου παράβολου διότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ. Η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσης (άρθρα 176, 183,191 παρ.2 ΚΠΟΛΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 877/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακές-εργατικές διαφορές).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης (με αρ………….. e-παράβολο) στην καταθέσασα εκκαλούσα.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσης την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 5 Μαρτίου 2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ