ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 103/2024
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Δημήτριο Παχάκη, Πρωτόδικη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου, και από την Γραμματέα Ζωγραφιά Ασλανίδου
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Ιουνίου 2023 για να δικάσει α) την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...../7-12-2020 αγωγή και β) την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...../7-12-2020 αγωγή, οι οποίες επαναφέρονται με τη με την αρ. έκθεσης κατάθεσης ...../2-9-2022 κλήση, μεταξύ :
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Μ. του Χ., κατοίκου Κοζάνης (.....), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου του δικηγόρου Δημητρίου Γκουτζιώτη (ΔΣ Κοζάνης) που κατέθεσε προτάσεις
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1. Σ. του Ν., 2. Χ. του Γ., αμφοτέρων κατοίκων ..... Κοζάνης, οι οποίοι παραστάθηκαν η μεν πρώτη διά, ο δε δεύτερος μετά των πληρεξούσιων τους δικηγόρων Αλέξανδρου Καράτζιου (ΔΣ Καστοριάς) και Γεωργίου Κόκκα (ΔΣ Αθηνών) που κατέθεσαν προτάσεις
Η συζήτηση των ανωτέρω αγωγών προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 20-1-2022. Επί των ανωτέρω συνεκδικασθεισών αγωγών δημοσιεύθηκε η με αρ. 294/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αμφοτέρων των αγωγών, και η οποία (συζήτηση) επαναφέρεται με την ως άνω αναφερόμενη κλήση για την σημειούμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και τη δημόσια συζήτησή της στο ακροατήριο παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται ανωτέρω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται η συζήτηση των με αρ. εκθέσεων κατάθεσης ..../7-12-2020 και .../7-12-2-2020 αγωγών, επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 294/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία (απόφαση) κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αμφοτέρων των αγωγών λόγω της μη τήρησης της διαδικασίας του αρ. 3 παρ. 2 Ν. 4640/2010. Οι ανωτέρω αγωγές πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς εκκρεμούν ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρ. 614 περ. 5 ΚΠολΔ), και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (αρ. 246,591 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ).
Με τις κρινόμενες αγωγές ο ενάγων, ήδη συνταξιούχος δικηγόρος, εκθέτει ότι συμφώνησε προφορικά κατ’ αρχήν με τους εναγόμενους, ο υιός των οποίων έχασε την ζωή του ως επιβαίνων σε αεροπλάνο τύπου Yakovlev της ουκρανικής αεροπορικής εταιρίας .... που κατέπεσε στα Πιέρια Όρη, την ανάθεση της υπόθεσης και να διεξάγει ως δικηγόρος τους όλες τις απαραίτητες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες κατά παντός υπευθύνου, και δη κατά της ως άνω ουκρανικής αεροπορικής εταιρίας, και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ενώπιον κάθε ποινικού, τακτικού και διοικητικού δικαστηρίου, και σε κάθε βαθμό μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί, με δικές του δαπάνες, συμφωνηθείσας της αμοιβής του να είναι 20% επί του ποσού και των τόκων που τυχόν θα επιδικασθεί, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας ρητά συμφωνήθηκε ότι δεν θα λάβει αμοιβή. Ότι οι εναγόμενοι συμφώνησαν και υπογράφτηκαν τα από 30-1-1998 ιδιωτικά συμφωνητικά. Ότι ο ενάγων κατέθεσε την σχετική αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 481/2007 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίζονταν η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει σε έκαστο των εναγομένων το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, συνεπεία των ευθυνών των ελεγκτών της εναέριας κυκλοφορίας ως προστηθέντων του Ελληνικού Δημοσίου. Ότι κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε έφεση και αντέφεση από το Ελληνικό Δημόσιο και από τους συγγενείς του θανόντος, οπότε και εκδόθηκε η με αρ. 1307/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει σε έκαστο των εναγομένων το χρηματικό ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά της τελευταίας απόφασης το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την αναφερόμενη στην αγωγή αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ, ζητώντας να αναιρεθεί αυτή. Ότι το ΣτΕ με την με αρ. 3057/2014 απόφαση του απέρριψε την αίτηση ακύρωσης του Ελληνικού Δημοσίου. Ότι μετά την δημοσίευση της απόφασης ο ενάγων προέβη στις αναφερόμενες στις αγωγές ενέργειες σχετικά με την αποστολή εγγράφων στην Υπηρεσία Δημοσίων Εσόδων σχετικά με την εξόφληση του επιδικασθέντος ποσού. Ότι τέλη Οκτωβρίου 2020 στάλθηκε επιστολή στους εναγόμενους διά του πληρεξούσιου τους δικηγόρου για να καταβάλλουν αυτοί την αμοιβή του. Ότι οι εναγόμενοι εξακολουθούν να οφείλουν αυτή. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλλουν τα κάτωθι ποσά α) η πρώτη εναγόμενη το ποσό 36.343,16 ευρώ (ποσό 29.309 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται επιδικασθέν κεφάλαιο μετά τόκων για την ίδια, αλλά και ως κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου κληρονόμος της θανούσας μητέρας της Χ. , ήτοι ποσοστό 20% επί των επιδικασθέντων σε αυτή και στη μητέρα της ποσών, καθώς και ποσό 7.034,16 ευρώ ως ΦΠΑ 24% επί του ως άνω ποσού, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή) ως οφειλόμενη αμοιβή του, β) ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό 33.547,53 ευρώ (ποσό 27.045,33 ευρώ, ήτοι ποσοστό 20% επί του επιδικασθέντος σε αυτόν ποσού, καθώς και ποσό 6.493,07 ευρώ ως ΦΠΑ 24% επί του ως άνω ποσού, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή) ως οφειλόμενη αμοιβή του, καθώς και ποσό 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από 21-12-2015, επόμενη ημέρα καταβολής της αποζημίωσης (κατ' εκτίμηση της αγωγής ως συμφωνηθείσα δήλη ημέρας καταβολής), άλλως από την επίδοση των αγωγών, το δε ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την επίδοση της αγωγής, ενώ τέλος ζητά να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα οι υπό κρίση αγωγές αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αρ. 14 παρ. 2, 22 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και συγκεκριμένα των διαφορών από αμοιβές (αρ. 591 επ., 614 περ. 5 περ. α, 622Α παρ. 1 ΚΠολΔ) και όχι κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως λανθασμένα υπολαμβάνει ο ενάγων. Είναι αρκούντως ορισμένες παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των εναγομένων, καθώς στην προκειμένη περίπτωση της κατάρτισης εργολαβίας δίκης, εφόσον με τις αγωγές διώκεται η επιδίκαση της αμοιβής μετά την επιτυχή περάτωση της ανατεθείσας στο δικηγόρο εργασίας, αρκεί στο οικείο δικόγραφο να διαλαμβάνονται: α) η συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέως του για την κατάρτιση σύμβασης εργολαβίας δίκης και το αντικείμενο αυτής, με περαιτέρω μνεία του ρητώς συμφωνηθέντος όρου ότι σε περίπτωση αποτυχίας ο δικηγόρος δεν θα δικαιούται να λάβει την αμοιβή, β) το ύψος της αμοιβής με μνεία του συμφωνηθέντος ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης ή της αναληφθείσας εργασίας και της αξίας αυτών μετά την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας και γ) η επιτυχής τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς με τη δικαίωση του εντολέα ή η επιτυχής ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας με τη διενέργεια των αναγκαίων προς τούτο δικαστικών ή εξώδικων πράξεων εκ μέρους του δικηγόρου (ΑΠ 108/2020 ΝΟΜΟΣ), στοιχεία που οι υπό κρίση αγωγές περιέχουν, κατ' εκτίμηση δε του σχετικού δικογράφου και ως προς την δεύτερη εναγόμενη, η οποία ενάγεται ατομικά, αλλά και ως κληρονόμος της αποβιώσασας δικαιούχου μητέρας της, Χ. Κ., δεδομένου ότι κατ' εκτίμηση της με αρ. έκθεσης κατάθεσης ...../7-12-2020 αγωγής και η τελευταία συμφώνησε στην αντίστοιχη κατάρτιση εργολαβικού δίκης (βλ. σελ. 2 της ως άνω αγωγής «αλλά και από τους γονείς...», «τους ζήτησα και συμφώνησαν όλοι...», καθώς και σελ. 3 «η εναγόμενη όπως και οι υπόλοιποι συμφώνησε..»). Είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των αρ. 92 παρ. 3, 5 Ν. 3026/1954 (προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων) λόγω του χρόνου κατάρτισης των επικαλούμενων εργολαβικών συμβάσεων (πρβλ. ΜΠρΠατρ 80/2023 ΝΟΜΟΣ), καθώς και στις διατάξεις των αρ. 713 κ.επ., 340, 341, 345, 346 ΑΚ, όπως και σε αυτές των αρ. 176, 907, 908 ΚΠολΔ. Όμως ως προς το αίτημα τοκοφορίας της επιδίκασης του αναλογούντος ΦΠΑ 24% ποσού 7.034,16 ευρώ και 6.493,07 ευρώ αντίστοιχα για έκαστο των εναγομένων, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο διότι, αν και ο αναλογούν ΦΠΑ μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά κατ’ εφαρμογή του άρθρου 69 § 1 περ. ε' του ΚΠολΔ, ωστόσο στην περίπτωση που η πληρωμή της αμοιβής πραγματοποιείται σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, ο ανωτέρω φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής, οπότε και γεννάται η σχετική φορολογική υποχρέωση, και συνεπώς μόνο έκτοτε οφείλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 του ΑΚ, νόμιμοι τόκοι υπερημερίας επί του ποσού του αναλογούντος στην επιδικασθείσα εύλογη αμοιβή ΦΠΑ, και όχι πριν την επέλευση του εν λόγω χρονικού σημείου, δηλαδή κατά το χρόνο εξόφλησης των επιδικαζόμενων ποσών και έκδοσης της σχετικής προς τούτο απόδειξης (ΜΠρΠατρ 80/2023 ο.π.), να σημειωθεί δε ως προς την νομιμότητα του ίδιου του κονδυλίου, το γεγονός ότι ο ενάγων είναι ήδη συνταξιούχος δικηγόρος δεν σημαίνει ότι δεν υπόκειται στον έλεγχο της φορολογικής αρχής. Ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας πρέπει να απορριφθεί τέλος το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, δεδομένου ότι μόνη η αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης δεν συνιστά άνευ ετέρου αδικοπραξία, καθώς ο ενάγων δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να στοιχειωθούν συμπεριφορά του ως εναγόμενου που να κατατείνει στον χαρακτηρισμό αυτής ως αστικής απάτης, ούτε εξάλλου επικαλείται αντίστοιχα πραγματικά περιστατικά ώστε να θεμελιώνεται η συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου ως προσβολή προσωπικότητα του ενάγοντος, αλλά ούτε και περιστατικά τέτοια ώστε να θεμελιώνεται η αγωγή στο αρ. 919 ΑΚ που να στοιχειοθετούν συμπεριφορά του ως άνω εναγόμενου αντίθετη στα χρηστά ήθη, καθόσον δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι αυτός (ο εναγόμενος) ενήργησε δολίως προς βλάβη του ιδίου ως δανειστή, έχοντας δηλαδή την πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, να προκαλέσει ζημία σε αυτόν (πρβλ ΕφΙωαν 245/2018 ΝΟΜΟΣ). Επομένως οι υπό κρίση αγωγές, κατά το σκέλος που κρίθηκαν ορισμένες και νόμιμες, θα εξεταστούν περαιτέρω στην ουσία, δεδομένου ότι προσκομίζεται αφενός η κατ' άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 από 1-9-2022 έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, αφετέρου τα με αρ. .........., ....., .... και .... e-παράβολα ως προς την καταβολή του απαιτούμενου τέλους δικαστικού ενσήμου.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τις ανωμοτί καταθέσεις των διαδίκων (ενάγοντος και δεύτερου εναγόμενου) που περιέχονται στα με αρ. 294/2022 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου (πρβλ ΑΠ 369/2012 ΝΟΜΟΣ, καθώς ακόμη και μετά από παραπομπή από αναρμόδιο Δικαστήριο, όπου διατηρείται η εκκρεμοδικία, οι μαρτυρικές καταθέσεις λαμβάνονται υπόψη), από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της κρινόμενης υπόθεσης, μεταξύ των οποίων και οι προσκομισθείσες από τους εναγόμενους φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, από τις προσκομισθείσες αποφάσεις πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και εγγράφων σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, που λαμβάνονται υπόψη για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την από 21-2-2023 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων Θ. του Α. και Β. του Γ. ενώπιον της δικηγόρου Κοζάνης Α., που προσκομίζει ο ενάγων, για την οποία δεν προσκομίζεται μεν η σχετική κλήτευση των αντιδίκων του, αλλά λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, και συγκεκριμένα για την απόδειξη της με αρ. έκθεσης κατάθεσης ..../4-12-2020 αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κοζάνης, οπότε λαμβάνεται υπόψη για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 48/2014 δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο κατ' άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά [ μη ληφθέντων υπόψη : α) της από 19-1-2021 υπεύθυνης δήλωσης της Γ. Δ. του Α., που προσκομίζει ο ενάγων, καθώς υπεύθυνη δήλωση ή βεβαίωση τρίτου (μαρτυρία τρίτου), η οποία δεν δόθηκε κατά τον από το νόμο οριζόμενο τρόπο, εφόσον έγινε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, όπως εν προκειμένω, όπως συνάγεται άλλωστε από την ημερομηνία σύνταξης της, αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 30.310, ΑΠ 172/2003 ΝΟΜΟΣ), β) της με αρ. .../2023 ένορκης βεβαίωσης του Χ. Π. του Π. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κοζάνης Π. καθώς και των με αρ. ..,.../2023 ενόρκων βεβαιώσεων του Α. του Ν. και Δ. του Γ., αντιστοίχως, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κοζάνης Α., που προσκομίζουν απαράδεκτα με την προσθήκη των προτάσεων τους οι εναγόμενοι, καθώς σύμφωνα με το αρ. 591 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ «Οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της πέμπτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία αξιολογούνται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν», εν προκειμένω δεν προτάθηκε από τον ενάγοντα οποιοσδήποτε ισχυρισμός ως αντένσταση (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) ώστε να υπάρχει χρεία αντίκρουσης, παρά μόνο υπήρχαν οι σχετικοί αγωγικοί ισχυρισμοί, για την ανταπόδειξη των οποίων οι ενάγοντες όφειλαν να καταθέσουν τα σχετικά αποδεικτικά μέσα τους ήδη με τις προτάσεις αυτών) : καταρχήν να σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι, προφορικά, αλλά και με τις προτάσεις τους, ισχυρίζονται ότι η απαίτηση του ενάγοντος έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή των αρ. 250 περ. 11 και 253 ΑΚ, δεδομένου ότι τελευταία διαδικαστική πράξη του ενάγοντος ήταν η παράσταση του στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης την 9-2-2010, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 1307/2010 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, συμπληρωθείσας της παραγραφής την 31-12-2015, άλλως η παραγραφή ξεκίνησε από την τελευταία διαδικαστική πράξη της ανωτέρω δίκης ενώπιον του ΣτΕ, ήτοι από το τέλος του έτος 2014, οπότε και εκδόθηκε η με αρ. 3057/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, οπότε συμπληρώθηκε η παραγραφή την 31-12-2019, ενώ οι κρινόμενες αγωγές επιδόθηκαν την 7-12-2020. Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις ανωτέρω διατάξεις καθώς και σε αυτή του αρ. 251 ΑΚ, και θα εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία (πρβλ. ΕφΑθ 250/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από όλα τα ως αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι ενάγων ως πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων (αλλά και της Χ., μητέρας της πρώτης εναγόμενης) άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά του Ελληνικού Δημοσίου για τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις των υπαλλήλων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας του αεροδρομίου «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο μεταξύ άλλων του υιού των εναγομένων, Ν. του Χ., επιβαίνοντα σε αεροπλάνο ιδιοκτησίας της αεροπορικής εταιρίας με την επωνυμία «.....» (πραγματικός αερομεταφορέας), από την οποία το είχε μισθώσει η εταιρία με την επωνυμία «.....AIRLINES» (συμβατικός αερομεταφορέας), το οποίο κατέπεσε την 17-12-1997 στα Πιέρια Όρη. Το ως άνω Δικαστήριο με την με αρ. 481/2007 απόφαση του αναγνώρισε μεταξύ άλλων την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει στους εναγόμενους ως γονείς του τελευταίου ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 20.000 ευρώ σε έκαστο αυτών, και στην Χ. ως γιαγιά αυτού το ποσό των 13.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αρχικής αγωγής. Επί της τελευταίας απόφασης το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και οι τελευταίοι, άσκησαν έφεση και αντέφεση αντίστοιχα, επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 1307/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (στο οποίο παραστάθηκε ο ενάγων), με την οποία εξαφανίστηκε η πρώτη ως άνω αναφερόμενη απόφαση, και αναγνώρισε την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει σε έκαστο των εναγομένων το ποσό των 80.000 ευρώ, και στην Χ. το ποσό των 20.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αρχικής αγωγής. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 10-3-2011 αίτηση του, ζητώντας την αναίρεση του. Επί της αίτησης αυτής δημοσιεύτηκε η με αρ. 3057/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας με την οποία αυτή (η αίτηση) απορρίφθηκε. Εν προκειμένω ο χρόνος παραγραφής της σχετικής αξίωσης του ενάγοντος αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, λαμβανομένης της δίκης στο σύνολο της, ανεξαρτήτως των βαθμών δικαιοδοσίας, και όχι από το τέλος του έτους, κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε κάθε μία επί μέρους διαδικαστική πράξη, συνεπώς η έκδοση της απόφασης του ΣτΕ το 2014 συνιστά τελευταία διαδικαστική πράξη της δίκης στο σύνολο της, από την οποία, ήτοι από το τέλος του αντίστοιχου έτους 2014, αρχίζει ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων του ενάγοντος για την αμοιβή του (πρβλ ΕφΠειρ 148/2015 ΝΟΜΟΣ αντίστοιχα επί έκδοσης απόφασης ΑΠ). Περαιτέρω οι κρινόμενες αγωγές επιδόθηκαν στους εναγόμενους την 7-12-2020 (βλ. τις με αρ. ..., ..../7-1-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με έδρα το Πρωτοδικείο Κοζάνης .....), ήτοι μετά την παρέλευση της ως άνω πενταετίας. Ο ενάγων λανθασμένα υπολαμβάνει ότι διενέργησε πράξεις τον Νοέμβριο του 2015 με την αποστολή στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας των απαραίτητων εγγράφων για την καταβολή των σχετικών αποζημιώσεων στους ενάγοντες, οι ανωτέρω πράξεις όμως δεν αποτελούν (τελευταίες) διαδικαστικές πράξεις της δίκης, αλλά υλικές πράξεις μετά το επιτυχές πέρας αυτής (της δίκης) που αφορούν την εκτέλεση της, όταν ήδη είχε γεννηθεί η απαίτηση του. Να σημειωθεί εξάλλου πως από όλα τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, και δη τις μαρτυρικές και ανωμοτί καταθέσεις, καθώς και από τις ένορκες βεβαιώσεις δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι συμφωνήθηκε ότι η αμοιβή του ενάγοντος θα υπολογίζονταν επί της καταβληθείσας αποζημίωσης (και όχι επί της επιδικασθείσας). Κάτι τέτοιο δεν συνάγεται ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα της πρώτης εναγόμενης (που καθίσταται κοινό αποδεικτικό μέσο για όλους τους διαδίκους), ο οποίος ήταν παρών στην σχετική προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων (να σημειωθεί ότι εργολαβικό δίκης εγκύρως συμφωνείται ατύπως προφορικά, εκτός αν πρόκειται για εργατικές διαφορές, διαφορές από αυτοκίνητα ή απαλλοτριώσεις, ΑΠ 478/2017 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 13305/2013 Αρμ 2013.1499), αλλά ούτε και από τον μάρτυρα των εναγόντων, για τον οποίο εξάλλου δεν συνάγεται με σαφήνεια ότι ήταν παρών στην σχετική συμφωνία. Εξάλλου και στην ως άνω ένορκη βεβαίωση της Β. του Γ. γίνεται λόγος για ποσό «που θα επιδικάζονταν», και όχι καταβάλλονταν στους εναγόμενους. Περαιτέρω το Δικαστήριο αμφιβάλλει αν είχε υπάρξει αντικείμενο της σχετικής συμφωνίας ότι το ποσοστό 20% (το οποίο επίσης ερίζεται) υπολογίζεται και επί των επιδικασθέντων τόκων, καθώς επιχείρημα για το αντίθετο δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τα 30-1 1998 ιδιωτικά συμφωνητικά (την γνησιότητα των οποίου αμφισβητούν οι εναγόμενοι μεταξύ άλλων) καθώς σε αυτά αφενός γίνεται λόγος επίσης για «καθορισθησόμενη αποζημίωση» (και όχι καταβληθείσα ή εισπραχθείσα) χωρίς ρητή αναφορά σε τόκους. Οπότε κατά το τέλος του έτους 2014, εντός του οποίου εκδόθηκε η ως άνω απόφαση του ΣτΕ, είχε ήδη γεννηθεί η σχετική αξίωση του ενάγοντος, και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη, χωρίς να εξαρτάται δηλαδή από την προηγούμενη καταβολή των σχετικών αποζημιώσεων στους ενάγοντες, καθώς αυτή υπολογίζονταν επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου.
Επομένως κατά τα ανωτέρω η απαίτηση του ενάγοντος έχει ήδη υποπέσει στην πενταετή παραγραφή των ανωτέρω διατάξεων, γενομένου δεκτού του αντίστοιχου ισχυρισμού των εναγομένων, χωρίς να περιλαμβάνεται στην παρούσα ενδεχόμενη κρίση περί γενέσεως και ύπαρξης της απαίτησης αυτής, αφού καταπλεοναστικώς θα περιλαμβάνονταν στην παρούσα απόφαση, καθώς δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς την γέννηση και την ύπαρξη της ουσιαστικής απαίτησης (ΑΠ 1459/2000 ΝΟΜΟΣ, πρβλ ΜΠρΘεσ 3240/2023, όπου δεχόμενο το Δικαστήριο την σχετική προβληθείσα ένσταση παραγραφής, δεν γίνεται έρευνα της ουσίας της διαφοράς). Επομένως οι υπό κρίση αγωγές πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες, παρέλκει δε η εξέταση και των λοιπών ισχυρισμών που προβλήθηκαν από τον εναγόμενο (πλαστότητας εγγράφων και ένσταση εξόφλησης), ενώ τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας εφαρμογής του κανόνα δικαίου (αρ. 179 ΚΠολΔ) ως προς την έναρξη της παραγραφή της σχετικής αξίωσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με αρ. έκθεσης κατάθεσης ..../7-12-2020 και ..../7-12-2020 αγωγές αντιμωλία των διαδίκων
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις αγωγές
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Κοζάνη την 09η-4-2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του με την παρουσία της Γραμματέα χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
[ ΠΗΓΗ : κος Ι. Ιωαννίδης , Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ]