ΕΙΣΑΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1/9-2-2024
Προς τους κ.κ. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας και δι’ αυτών προς τους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της περιφέρειάς τους.
ΘΕΜΑ : Εκτέλεση της απόφασης του ΕΔΔΑ, στην υπόθεση Γ. κατά Ελλάδας με αριθμ. προσφυγής 57378/2018.
ΣΧΕΤ. : α) Η άνω απόφαση του ΕΔΔΑ, Γ.... κατά Ελλάδας, της 143-23, που κατέστη οριστική στις 10-7-23.
β) Το υπ’ αριθ. Πρωτ. ..../11-12-2023 έγγραφο του ΝΣΚ/ Θεματικός Σχηματισμός Υποθέσεων της ΕΕ & των Δικαστηρίων της, του ΕΔΔΑ & Δικαστηρίων Αλλοδαπής.
1. Αποστέλλουμε τα σχετικά προκειμένου να λάβουν γνώση ενυπογράφως άπαντες οι εισαγγελικοί λειτουργοί της υπηρεσίας σας.
2. Ύστερα από προσφυγή του προαναφερθέντος, πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ, το ΕΔΔΑ επικαλούμενο την σχετική επί του ζητήματος νομολογία του (αποφάσεις Dhahbi κατά Ιταλίας, §31, της 8-4-14 Baydar κατά Ολλανδίας, §§41-44, της 24-4-18 Bio Famland S.R.L κατά Ρουμανίας, §§48-51, της 137-21) και τις σχετικές επ’ αυτού αρχές που δέχθηκε στην απόφαση Vergauwen κ.ά, §§89-90, της 10-4-12, καταδίκασε την χώρα μας για παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη κατ’ άρ. 6§1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/ 1974), διότι με την υπ’ αριθμ. 977/18 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε μεν (μαζί με την αίτηση αναίρεσης κατά Β'βάθμιας καταδικαστικής για παράβαση καθήκοντος απόφασης) το υποβληθέν με τους πρόσθετους λόγους σαφές και ορισμένο αίτημα του καταδικασθέντος, τότε αναιρεσείοντος και ήδη προσφεύγοντος, περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ για την ερμηνεία διάταξης του Ενωσιακού Δικαίου και συγκεκριμένα της Αρχής 1.4 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής της Ευρωπαϊκής Στατιστικής, πλην όμως (αυτό απορρίφθηκε) σιωπηρώς, χωρίς αιτιολογία.
3. Ειδικότερα το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι τα άρθρ. 6§ 1 της ΕΣΔΑ και 267 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ε.Ε (ΣΛΕΕ) υποχρεώνουν τα εθνικά δικ/ρια, κατά των αποφάσεων των οποίων δεν προβλέπεται ένδικο μέσο από το εθνικό δίκαιο, να αιτιολογούν την άρνηση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ για την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ, υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει η νομολογία του ΔΕΕ και συνεπώς ειδικότερα πρέπει να εκθέτουν τους λόγους, για τους οποίους θεωρούν ότι το ερώτημα δεν είναι συναφές με την εκδικαζόμενη υπόθεση ή ότι η επίμαχη διάταξη του δικαίου της ΕΕ έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή ακόμα ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ είναι τόσο προφανής που δεν αφήνει περιθώρια εύλογης αμφιβολίας. Ακολούθως το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι αποκατάσταση του προσφεύγοντος συνιστά η εξασφάλιση της επανάληψης της εσωτερικής διαδικασίας, εφόσον ζητηθεί, ώστε το αίτημα της ανωτέρω προδικαστικής παραπομπής να εξετασθεί από τον Άρειο Πάγο. Πράγματι ενώπιον του τελευταίου υποβλήθηκε ήδη από τον προσφυγόντα και εκκρεμεί αίτηση επανάληψης διαδικασίας κατά το άρθρ. 525§1 αρ. 6 ΚΠΔ.
4. Εν τέλει η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά την υπ’ αρ. 1475 Σύνοδο του Σεπτ. 2023 χαρακτήρισε το ανωτέρω ζήτημα «υπόθεση αναφοράς», την οποία αποφάσισε να παρακολουθήσει με την «απλή διαδικασία επιτήρησης», στα πλαίσια της οποίας ως γενικό μέτρο συμμόρφωσης της χώρας μας εκδόθηκε η παρούσα.
5. Επ’ ευκαιρία υπενθυμίζουμε : (ί) ότι ενώ στο ΔΕΕ μπορεί να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα οποιοδήποτε δικ/ριο της χώρας, σύμφωνα με τα άρθρ. 1 και 10 του υπογραφέντος στις 2-3-17 στο Στρασβούργο 16ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ μόνο τα αρμοδίως οριζόμενα ανώτατα δικ/ρια των συμβαλλομένων Κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης (στην έννοια των οποίων συμπεριλαμβάνονται και τα εφετεία) δύνανται να ζητήσουν από το ΕΔΔΑ γνωμοδότηση για ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία ή εφαρμογή των δικαιωμάτων ή ελευθεριών που ορίζονται στην ΕΣΔΑ ή τα Πρωτόκολλα αυτής, (Η) ότι το ανωτέρω 16° Πρωτόκολλο κυρώθηκε από την χώρα μας με το άρθρ. 1 του ν. 4596/ΦΕΚ A'32/26-2-2019 και (iii) ότι σύμφωνα με το άρθρ. 2 του ίδιου νόμου ως αρμόδια ανώτατα Ελληνικά δικ/ρια ορίσθηκαν μόνο ο Αρειος Πάγος, το Συμβούλιο της Επικράτειας και Ελεγκτικό Συνέδριο, τα οποία υποβάλλουν αίτημα γνωμοδότησης στο ΕΔΔΑ «κατά την απόλυτη κρίση τους», είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος των διαδίκων σε κάθε στάση της δίκης έως την έκδοση της απόφασης.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Δ. Σκιαδαρέσης